Με τα θέματα της οικονομίας να επανέρχονται στο προσκήνιο με σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, και το ακολουθούμενο παραγωγικό μοντέλο να φαίνεται πως έχει εξαντλήσει τα όρια του, το φετινό θέμα του ΟΤ Forum ήταν εξαιρετικά καίριο: μπορεί να υπάρξει ένα νέο παραγωγικό πρότυπο για τη χώρα, υπό ποιους όρους και σε ποια κατεύθυνση;

Είναι πια φανερό ότι η χώρα είναι σε ένα σταυροδρόμι ιστορικών επιλογών.

Έχουμε αφήσει πίσω την εποχή των μνημονίων και τις καταστροφικές επιπτώσεις της κρίσης. Έχουμε πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης, καλύτερους μάλιστα από αυτούς μιας Ευρώπης σε στασιμότητα.

Όμως, την ίδια στιγμή είναι εμφανής η δυστοκία στην πραγματική οικονομία. Έχουμε κρίση κόστους ζωής, η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη και η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύει ότι τα πράγματα πάνε προς τη χειρότερη κατεύθυνση.

Και όντως, τα πράγματα μπορούν πάντα να πάνε προς τη χειρότερη κατεύθυνση, ιδίως όταν δεν έχεις λάβει μέτρα για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο. Και δεν μιλάω μόνο για τους κινδύνους από τις μεγάλες γεωπολιτικές αναφλέξεις της περιόδου. Μιλάω και για το γεγονός ότι η ίδια η ανάπτυξη που έχουμε σήμερα στη χώρα είναι ουσιωδώς επισφαλής. Στηρίζεται κυρίως σε οικονομικούς τομείς κορεσμένης δυναμικής και σε επενδύσεις χωρίς υψηλή προστιθέμενη αξία. Γι’ αυτό και αντί να προσελκύει εξειδικευμένο δυναμικό δεν έχει καταφέρει καν να ανακόψει την φυγή επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό.

Στις δομικές αδυναμίες και παθογένειες έρχεται να προστεθεί και η αυξανόμενη κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και το πολιτικό σύστημα, πρόβλημα που επιτείνεται από την πολιτική ρευστότητα, δεδομένου ότι έχουμε μια μειοψηφική – ως προς την πραγματική απήχηση – κυβέρνηση που όμως είναι κυρίαρχη, καθώς έχει απέναντί της μια κατακερματισμένη και αποπροσανατολισμένη αντιπολίτευση. Μια κρίση που επεκτείνεται στη λειτουργία και άλλων θεσμών όπως η δικαιοσύνη, κάτι που φάνηκε και στην υπόθεση των υποκλοπών.

Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή η χώρα μας δεν έχει ανάγκη μόνο μια σύγχρονη αναπτυξιακή στρατηγική, ένα νέο παραγωγικό πρότυπο. Χρειάζεται και μια πραγματική θεσμική επανεκκίνηση, όπως φάνηκε από τις τοποθετήσεις και τις προτάσεις των σημαντικών ανθρώπων από την αγορά, την πολιτική, την επιστήμη και την επιχειρηματικότητα που συμμετείχαν στο φόρουμ του ΟΤ.

Και αυτή την ανάγκη μιας συνολικής προσέγγισης που να αφορά και την πολιτική και την οικονομική και την κοινωνική διάσταση του ζητήματος, υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας, με την συνέντευξη του οποίου ολοκληρώθηκε το φόρουμ.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν στάθηκε μόνο στα κακώς κείμενα, τους υπαρκτούς κινδύνους και τις μεγάλες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Κυρίως προσπάθησε να συμβάλει στη συζήτηση για μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.

Πρώτα από όλα υπογραμμίζοντας τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Το γεγονός ότι πίσω από μια εικόνα ανάπτυξης υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες αλλά και θεσμικές δυσλειτουργίες. Τις στρεβλώσεις που δημιουργεί μια ιδιαίτερη αντίληψη «παρεοκρατίας» που κυριαρχεί στο Μέγαρο Μαξίμου και εκτός των άλλων διαπερνά και τη διαχείριση κρίσιμων -και όχι ανεξάντλητων- πόρων για την υλοποίηση επενδύσεων. Τη λογική που έχει ταυτίσει την ανάπτυξη με τη «μονοκαλλιέργεια» σε τουρισμό και real estate. Την εμμονική προκαταβολική άρνηση οποιασδήποτε λογικής για γενναία και δίκαιη αναδιανομή. Ένα άδικο φορολογικό σύστημα το οποίο αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τον ελεύθερο επαγγελματία που τα φέρνει ίσα βάρκα ίσα γιαλός και την μεγάλη επιχείρηση με τα εκατοντάδες εκατομμύρια κέρδη. Μία δυσλειτουργική και τελικά εχθρική προς το επιχειρείν και τον πολίτη δημόσια διοίκηση.

Υπενθύμισε τι σημαίνει πραγματικά θεσμική λειτουργία, και πόσο έχουμε αποκλίνει ακόμη και στα στοιχειώδη, όταν υπογράμμισε ότι ένας θεσμός όπως αυτός της Προεδρίας της Δημοκρατίας δεν είναι ένα πεδίο για εύκολα πολιτικά παιχνίδια, αλλά απαιτεί λογική συναίνεσης.

Μιλώντας για την αναγκαιότητα εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, θέμα που αποτέλεσε και αντικείμενο πρόσφατης ημερίδας του Ινστιτούτου του, δεν παρέλειψε να αποκαταστήσει την αλήθεια για όσα έγιναν όταν ήταν στη διακυβέρνηση, χωρίς να αρνηθεί ότι υπήρξαν λάθη και παραλείψεις. Γιατί όπως πρόσφατα ήρθε να θυμίσει και το βιβλίο της Άνγκελα Μέρκελ, όχι δεν ήταν η διακυβέρνησή του μια διαρκής καταστροφή ή μια επικίνδυνη και αχρείαστη «παρένθεση», αλλά πιθανότητα η μόνη που δοκίμασε, έστω και με λάθη, να κάνει μια πραγματική διαπραγμάτευση, με άνισους όρους, και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει και να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που ήταν μεν οδυνηρό, αλλά αν μη τι άλλο στο τέλος άφησε τη χώρα σε μια τροχιά ανασυγκρότησης. Αυτό έχει σημασία όχι για λόγους «δικαίωσης» της τότε διακυβέρνησης, αλλά γιατί οποιοδήποτε σχέδιο ανασυγκρότησης δεν μπορεί παρά να μαθαίνει από την εμπειρία περιόδων όπου στόχοι τέθηκαν και με σκληρή δουλειά επιτεύχθηκαν.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έμεινε μόνο στην καταγραφή των προβλημάτων και μια κλασική «καταγγελτική» ρητορική. Ψηλάφισε, παράλληλα, βασικές πλευρές μιας εναλλακτικής πορείας. Ενός οικονομικού και πολιτικού σχεδίου που να πατάει πάνω στην αύξηση παραγωγικών επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην προσέλκυση υψηλού επιπέδου επιστημονικού δυναμικού, στην αναδιανομή εισοδήματος, στην έξοδο από τον εγκλωβισμό στη λογική ότι η μόνη «βαριά βιομηχανία» μπορεί να είναι ο τουρισμός, στην αντιμετώπιση της μετανάστευσης πέρα από τραμπικές και ακροδεξιές λογικές και με κριτήριο την ενσωμάτωση, τη συμπερίληψη, και τις πραγματικές ανάγκες σε εργατικό δυναμικό, δεδομένου και του υπαρκτού δημογραφικού προβλήματος.

Μην παραλείποντας, παράλληλα, να σημειώσει και τον βασικό ανασταλτικό παράγοντα στην κατεύθυνση αναζήτησης εναλλακτικού δρόμου, δηλαδή την πολυδιάσπαση των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων που αυτή τη στιγμή διαμορφώνει ένα κενό που προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί η ακροδεξιά.

Με αυτό τον τρόπο ο Αλέξης Τσίπρας ήρθε να θυμίσει ότι αυτό που λείπει αυτή τη στιγμή δεν είναι η επικοινωνία αλλά η ουσία. Ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια σοβαρή συζήτηση πάνω σε πραγματικά ερωτήματα, συζήτηση που να πατάει πάνω στην κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας αλλά και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Συζήτηση που να μην αναζητά «φαεινές ιδέες» αλλά μια στρατηγική με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Που να προσπαθεί να αντιπροσωπεύσει τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και όχι απλώς τη μειοψηφία που στις δημοσκοπήσεις απαντά ότι «τα πράγματα πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση». Και που να μπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο της δυσπιστίας προς όλους, της απογοήτευσης, της βουβής απόγνωσης. Κοντολογίς να δίνει ξανά σχήμα και τόπο στην ελπίδα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion