Σε πρόωρες εκλογές οδεύει η Γερμανία, καθώς -όπως αναμενόταν- ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης, τερματίζοντας έτσι τη διχασμένη κυβέρνηση συνασπισμού του σε μια περίοδο έντονης πίεσης για τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.

Η ήττα του Σολτς τη Δευτέρα ανοίγει τον δρόμο για τη διάλυση του κοινοβουλίου ενόψει των πρόωρων εκλογών που θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου.

Ειδικότερα, υπέρ της κυβέρνησης ψήφισαν 207 βουλευτές, κατά 394 ενώ από την ψηφοφορία στην Bundestag απείχαν 116 βουλευτές.

Στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, ο καγκελάριος και οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες του βρίσκονται πίσω τόσο από την αντιπολίτευση CDU όσο και από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).

Η πολυαναμενόμενη ήττα του Σολτς στέλνει τη Γερμανία στις κάλπες εν μέσω σημαντικών οικονομικών προβλημάτων, της απειλής ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ και της πολιτικής αναταραχής σε άλλα μέρη της Ευρώπης.

Σε κλίμα έντασης και ανασφάλειας η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία

Προειδοποιήσεις για την οικονομία

Η Bundesbank προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα αναπτυχθεί μόλις κατά 0,1% το 2025.

Τα θέματα τα οποία αναμένεται κυριαρχήσουν στην προεκλογική εκστρατεία είναι η μετανάστευση και η συζήτηση για τη στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία , τα οποία έχουν διχάσει τη γερμανική κοινωνία και ενισχύουν τα ποσοστά στο AfD και άλλα λαϊκιστικά κόμματα..

Το SPD και οι εταίροι τους στο συνασπισμό, οι Πράσινοι, έχασαν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία τον περασμένο μήνα όταν ο Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του, τον επικεφαλής του φιλελεύθερου κόμματος του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ.

Η κατάρρευση του λεγόμενου συνασπισμού των φαναριών ακολούθησε πολύμηνη διαμάχη για τον προϋπολογισμό και τη χρηματοδότηση των τεράστιων επενδυτικών αναγκών της χώρας, αμυντικών και κοινωνικών δαπανών.

«Η πολιτική δεν είναι παιχνίδι», είπε ο Σολτς σε ομιλία του στους βουλευτές πριν από την ψηφοφορία. «Το ερώτημα είναι αν και πώς επενδύουμε στη χώρα μας».

Ιστορική ψήφος εμπιστοσύνης

Σύμφωνα με το γερμανικό σύνταγμα, το οποίο σχεδιάστηκε για να αποτρέψει την κυβερνητική αστάθεια μετά την αναταραχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, η ψήφος εμπιστοσύνης – την οποία μόνο ο καγκελάριος μπορεί να ζητήσει – είναι ο πρωταρχικός μηχανισμός για τη διάλυση του κοινοβουλίου και την ενεργοποίηση πρόωρων εκλογών.

Η συνταγματική ρήτρα έχει χρησιμοποιηθεί μόνο πέντε φορές από το 1949, τρεις από τις οποίες κατέληξαν σε πρόωρες εκλογές. Ενώ ο Βίλι Μπραντ και ο Χέλμουτ Κολ κέρδισαν και οι δύο τις επόμενες εκλογές και παρέμειναν καγκελάριοι, ο Γκέραρντ Σρέντερ έχασε από την Άνγκελα Μέρκελ το 2005.

Τεταμένη προεκλογική περίοδος

Οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2025 φαίνεται ότι θα διεξαχθούν στην πιο τεταμένη, εύθραυστη και καθοριστική συγκυρία της τελευταίας 20ετίας.

Μπορεί η Γερμανία να παραμένει η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, αλλά τα προβλήματά της είναι μεγάλα, σοβαρά και κυρίως δομικά, με αποτέλεσμα να τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση ακόμη και η προοπτική της χώρας.

Η κυβέρνηση Σολτς ήταν ο πρώτος τρικομματικός συνασπισμός στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας.

Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά της τον Δεκέμβριο του 2021, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να εγκαινιάσει μια πράσινη βιομηχανική επανάσταση για τη χώρα της ευρωζώνης.

Όμως, τα σχέδια εκτροχιάστηκαν όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τρεις μήνες αργότερα, αναγκάζοντας το Βερολίνο να ανατρέψει την εξάρτηση δεκαετιών από το ρωσικό αέριο και την αμυντική και εξωτερική του πολιτική.

Ο Σολτς ονόμασε την πρόκληση που αντιμετώπιζε η χώρα ως «Zeitenwende», ή σημείο καμπής στην ιστορία, διαθέτοντας 100 δισεκατομμύρια ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του στρατού και την προμήθεια όπλων στην Ουκρανία.

Η ήττα με τις δαπάνες

Υπέστη μια από τις μεγαλύτερες ήττες του όταν το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας ακύρωσε τον προϋπολογισμό του συνασπισμού τον Νοέμβριο του 2023. Το δικαστήριο έκρινε ότι παραβίασε μια συνταγματική διάταξη που περιορίζει τον νέο δημόσιο δανεισμό στο 0,35% του ΑΕΠ ετησίως. Η απόφαση οδήγησε σε τρύπα 60 δισ. ευρώ στα δημόσια οικονομικά της χώρας και σε διαμάχες μεταξύ του δημοσιονομικά συντηρητικού FDP και των εταίρων του στο συνασπισμό στο SPD και τους Πράσινους.

Το στοίχημα του προϋπολογισμού

Η τριμερής κυβέρνηση συνασπισμού μαστιζόταν από διαφωνίες σχετικά με τις θέσεις δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής. Οι εντάσεις έφτασαν στο επίκεντρο με ένα έγγραφο που συντάχθηκε από τον Λίντνερ, στο οποίο περιέγραφε το όραμά του να αναζωογονήσει τη γερμανική οικονομία.

Τα κόμματα προσπάθησαν επίσης να ολοκληρώσουν τον προϋπολογισμό της Γερμανίας για το 2025 και τελικά φάνηκαν να μην μπορούν να καταλήξουν σε ψήφισμα.

Η κυβέρνηση πρόκειται τώρα να λειτουργήσει με προσωρινό προϋπολογισμό έως ότου η ισχύουσα Bundestag εφαρμόσει τον δικό της προϋπολογισμό — με το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας να λέει τη Δευτέρα ότι αναμένει ένα προσωρινό σχέδιο δαπανών για το 2025 όχι νωρίτερα από τα μέσα του επόμενου έτους.

Τι γίνεται μετά;

Ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ έχει πλέον 21 ημέρες για να διαλύσει το κοινοβούλιο. Στη συνέχεια, πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές εντός 60 ημερών από τη διάλυση, με την ημερομηνία να έχει ήδη οριστεί για τις 23 Φεβρουαρίου.

Ο Kallum Pickering, επικεφαλής οικονομολόγος στο Peel Hunt, δήλωσε τη Δευτέρα ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, η οικονομική δυσπραγία της Γερμανίας είναι πιθανό να αναγκάσει μια ενδεχόμενη συμφωνία για νέα δημοσιονομική στήριξη.

«Ακόμα κι αν μέσα στους πρώτους τρεις έως έξι μήνες της νέας κυβέρνησης δεν θα αποφασιστούν αλλαγές στο φρένο χρέους, εάν έχουν αρκετά μεγάλη πλειοψηφία, τελικά νομίζω ότι οι οικονομικές συνθήκες απλώς θα τους αναγκάσουν να αποδεχθούν την πραγματικότητα που χρειάζονται, δηλαδή ένα δημοσιονομικό κίνητρο», είπε ο Pickering στο CNBC.

Το στοίχημα στη Γαλλία

Βίοι παράλληλοι και στη Γαλλία, η οποία αντιμετωπίζει επίσης πολιτικές αναταράξεις, με την ήττα της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ σε ψήφο εμπιστοσύνης.

Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος δεν μπορεί -βάσει συντάγματος- να προκηρύξει  νέες εκλογές πριν από τον επόμενο Ιούνιο, επέλεξε τον Φρανσουά Μπαϊρού ως νέο πρωθυπουργό της Γαλλίας. Ωστόσο, ο Μπαϊρού  δεν έτυχε του καλύτερου καλωσορίσματος από τις αγορές, καθώς ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s ανακοίνωσε τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο την υποβάθμιση κατά μια βαθμίδα —στο Aa3— του αξιόχρεου του δημοσίου της χώρας.

H Moody’s, που τοποθετούσε το αξιόχρεο του γαλλικού κράτους στο Aa2 με αρνητική προοπτική τον Οκτώβριο, είχε προειδοποιήσει πως η ψήφος δυσπιστίας κατά της προηγούμενης κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ την 4η Δεκεμβρίου θα μπορούσε να έχει «αρνητικό» αντίκτυπο για την αξιολόγηση της χώρας.

Ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γαλλίας Αντουάν Αρμάντ σημείωσε μέσω X πως «καταγράφει» την απόφαση του διεθνούς οίκου.

«Ο οίκος Moody’s ανακοίνωσε τη μεταβολή του αξιόχρεου της Γαλλίας (…) υπογραμμίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις στο κοινοβούλιο και την τρέχουσα αβεβαιότητα ως προς την βελτίωση των δημοσίων οικονομικών μας. Το καταγράφω», έγραψε ο υπουργός.

«Ο διορισμός του Φρανσουά Μπαϊρού (στο αξίωμα του πρωθυπουργού) και η επαναβεβαίωση της βούλησής μας να μειώσουμε το έλλειμμα δίνουν σαφή απάντηση», πρόσθεσε.

Σε σύντομη ομιλία του κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής, ο κ. Μπαϊρού επέμεινε στην ανάγκη να μειωθεί το έλλειμμα και το χρέος της Γαλλίας.

Ο ίδιος δεσμεύτηκε ότι η νέα κυβέρνηση θα αναλάβει την ευθύνη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους, ώστε να μην κληροδοτηθεί στις επόμενες γενιές. Στις προτεραιότητές του περιλαμβάνεται η συγκρότηση του υπουργικού συμβουλίου, η κατάρτιση ενός συγκεκριμένου κυβερνητικού προγράμματος και η κατάθεση προϋπολογισμού τον Ιανουάριο.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή