Το ότι η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται γρηγορότερα από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές είναι πλέον γενικά κατανοητό και τεκμηριωμένο, τόσο σε μακροοικονομικό επίπεδο όσο και σε επιμέρους βραχυχρόνιους και κλαδικούς δείκτες. Η κεντρική εκτίμηση είναι ότι αυτή η τάση μεγέθυνσης, με τη σταθερότητα να έχει κατακτηθεί, θα διατηρηθεί και στην επόμενη χρονιά, χωρίς μεγάλες μεταβολές.

Εξίσου καθαρό, όμως, είναι ότι η μεγέθυνση της οικονομίας μας την ανεβάζει μόνο σταδιακά από το χαμηλό επίπεδο στο οποίο βρέθηκε και την παρατεταμένη κρίση. Πώς μπορεί να αναμένεται ότι θα είναι η ελληνική οικονομία σε ένα έτος από τώρα; Το πιθανότερο είναι πως θα βρίσκεται σε μια παρόμοια με τη σημερινή κατάσταση, μεγεθυμένη βέβαια κατά την αναμενόμενη, αν και όχι αυτονόητη, τάση, όμως με ανοικτό να παραμένει το ερώτημα του πώς θα εξελιχθεί στη συνέχεια και πώς θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του περιβάλλοντος.

Οι επιδόσεις μιας οικονομίας προφανώς επηρεάζονται συχνά από πρόσκαιρους παράγοντες, όπως κρίσεις από το χρηματοοικονομικό και το εμπορικό εξωτερικό περιβάλλον. Στην κεντρική τους όμως κατεύθυνση, αυτές οι επιδόσεις προσδιορίζονται από επιλογές που έχουν γίνει προηγούμενα και η επίδραση των οποίων, θετική ή αρνητική, μπορεί να αντιστραφεί μόνο σταδιακά. Τα όρια μεγέθυνσης και οι αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας μας σήμερα σχετίζονται στενά με τη βάση από την οποία εκπορεύεται. Θα ήταν ευκταίος, και με ευεργετικές κοινωνικές συνέπειες, ένας ρυθμός μεγέθυνσης υψηλότερος του σημερινού, ώστε να οδηγούσε τη μεγάλη πλειονότητα των νοικοκυριών σε υψηλότερη ασφάλεια και ευημερία.

Ο αναμενόμενος όμως ρυθμός μεγέθυνσης σήμερα επηρεάζεται κρίσιμα από το επενδυτικό κενό που συσσωρεύτηκε μετά το 2010, όπως και από τη μείωση του πληθυσμού στις παραγωγικές ηλικίες, ιδίως με υψηλή κατάρτιση, δεδομένα που συνδυαστικά δεν επιτρέπουν τη δραστική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης. Η πολυπλοκότητα των κανόνων εδώ και πολλά χρόνια, που μόνο σε έναν βαθμό έχει αμβλυνθεί, ιδίως στη διασύνδεση επιχειρηματικότητας και δημόσιου τομέα, επίσης περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης.

Η μνήμη της κρίσης χρέους, όπως και της επιβολής περιορισμών στις τράπεζες και την κίνηση κεφαλαίων, που μόνο πρόσφατα επέτρεψε την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας, δεν έχει εξαλειφθεί και για να συμβεί αυτό θα απαιτηθεί επιμονή στην πορεία σταθερότητας και μείωση του επιπέδου του δημόσιου χρέους.

Το ότι οι επιδόσεις μιας οικονομίας επηρεάζονται από προηγούμενες αποφάσεις και επιλογές είναι μια κομβική παρατήρηση. Στον δημόσιο διάλογο και την πολιτική πρακτική συχνά κυριαρχεί η αίσθηση πως η πορεία της οικονομίας, ιδίως όσον αφορά τα εισοδήματα των εργαζομένων και τα κέρδη των επιχειρήσεων μπορεί να ρυθμιστεί σχετικά άμεσα και αυτά να αυξηθούν ή να μειωθούν κατά την τρέχουσα βούληση όσων νομοθετούν ή κυβερνούν.

Αυτή η αντιμετώπιση υποθάλπει τον κίνδυνο να αγνοείται η σημασία αποφάσεων που μπορεί να έχουν έναν βαθμό δυσκολίας αλλά σημαντική ευεργετική απόδοση στα χρόνια που ακολουθούν. Τέτοιες αποφάσεις, όπως στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, στον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και στην υποστήριξη της αποταμίευσης των νοικοκυριών, έχουν ευεργετικό αντίκτυπο που φαίνεται μόνο μετά από λίγα χρόνια. Είναι, όμως, ουσιαστικά ο μόνος τρόπος να ενισχυθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας χώρας.

Αν αυτές οι διαπιστώσεις ισχύουν γενικά για τις οικονομίες, είναι ειδικά επίκαιρες για τη δική μας σήμερα. Η προηγούμενη σταθεροποίηση της οικονομίας, με την περαιτέρω μείωση της ανεργίας για αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να επιτρέψει κατά τη νέα χρονιά μεγέθυνση παραπλήσια με τη φετινή, ανάμεσα στο 2% και το 2,5% σε πραγματικούς όρους, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η συνεχιζόμενη επίδραση των πόρων του «ταμείου ανάκαμψης» που μάλλον θα κορυφωθεί κατά την επόμενη χρονιά, η αναμενόμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού προς το 2,5% και η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων που, εκτός απροόπτου, θα συνεχιστεί τουλάχιστον για κάποιους μήνες.

Η πορεία αυτή μπορεί να κριθεί από κάποιους ως επιτυχής, καθώς υπάρχει σύγκλιση στην υπόλοιπη ευρωζώνη, και από κάποιους ως ανεπαρκής καθώς η μέση αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων δεν είναι γρήγορη. Οπως και να κρίνεται πάντως, και εφόσον δεν υπάρξουν σημαντικές εξωτερικές αναταράξεις, η πορεία αυτή φαίνεται πως θα επιβεβαιωθεί. Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι όχι η τάση που θα επικρατήσει για το επόμενο δωδεκάμηνο, αλλά οι ποιοτικές της διαστάσεις και οι αποφάσεις πολιτικής που θα ληφθούν. Αυτά τα στοιχεία θα θέσουν και τα όρια ανάπτυξης της οικονομίας, ανοδικά ή καθοδικά, για τα χρόνια μετά το επόμενο.

Οι κύριες διαστάσεις που θα πρέπει να παρακολουθούν στενά στην επόμενη χρονιά σχετίζονται με τη στροφή της παραγωγής προς περισσότερο ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες.

Θα υπάρξει σημαντική μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, συνυπολογίζοντας ενδεχόμενες αναταράξεις στα διεθνή νομίσματα και τις αγορές ενέργειας; Θα συνεχιστεί η αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και θα μπορέσουν να διασυνδεθούν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις μας σε νέες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης για υψηλότερη αξία; Θα υπάρξει ποιοτική στροφή στον τουρισμό και υποστήριξη από υποδομές και κανόνες που θα σέβονται το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον; Θα χρηματοδοτηθούν περισσότερο καινοτόμες επιχειρηματικές δράσεις;

Θα υπάρξει μετατόπιση της εργασίας προς θέσεις υψηλότερης αξίας και καλύτερη αμοιβή των μισθωτών; Το εκπαιδευτικό σύστημα θα στραφεί στις τεχνολογικές απαιτήσεις της εποχής; Τέτοιου είδους εξελίξεις, ακόμη και αν δεν έχουν ορατή επίδραση μακροοικονομικά και δημοσιονομικά κατά την επόμενη χρονιά πρέπει να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος για όσους στοιχηματίζουν πως η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί κατά τα επόμενα χρόνια πολύ ισχυρότερα.

Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ- ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion