Στις 8 Νοεμβρίου 2024 οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ενέκριναν μια «Νέα Ευρωπαϊκή Συμφωνία για την Ανταγωνιστικότητα». Πρόκειται για το πρώτο βήμα ύστερα από δύο εκθέσεις-ορόσημα για το μέλλον της Ευρώπης, μέσα σε ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνουν η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός και οι πολεμικές συρράξεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή. Τόσο η έκθεση Λέτα για την αξιολόγηση και την προοπτική της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς όσο και η έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης καταλήγουν, από διαφορετική αφετηρία, σε κοινά εν πολλοίς συμπεράσματα. Η Ευρώπη έχει μείνει πίσω σε κρίσιμους τομείς, όπως η έρευνα και η καινοτομία, ενώ η μεταβολή των γεωστρατηγικών συσχετισμών επιτάσσει μια στρατηγική αυτονομία που δεν μπορεί να εξαιρεί την κοινή αμυντική πολιτική.
Στην κοινή δήλωσή τους, οι 27 ηγέτες επισημαίνουν ότι οι δύο εκθέσεις «μας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου». Η Ευρώπη έχει μπροστά της μεγάλες αποφάσεις. Η έκθεση Ντράγκι εντοπίζει συγκεκριμένους ελλειμματικούς τομείς, όπως η καινοτομία, οι νέες τεχνολογίες, η απουσία αμυντικής βιομηχανίας. Και ποσοτικοποιεί τα ζητούμενα: απαιτούνται περίπου 800 δισ. πρόσθετων επενδύσεων τον χρόνο, που θα έφθαναν το μερίδιο των επενδύσεων στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ στο 27%, από 22% σήμερα, ενώ προτείνεται η χρηματοδότησή τους και με κοινό δανεισμό, όπως έγινε με την πανδημία και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).Για την Ελλάδα όλα αυτά έχουν μια διπλή ανάγνωση. Αφενός ένα μήνυμα αφύπνισης.
Το αντίστοιχο ποσοστό των επενδύσεων για τη χώρα μας είναι, παρά την αύξηση κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία πέντε χρόνια, στο 15%. Αυτό σημαίνει ότι, για να φτάσουμε στον στόχο Ντράγκι, θα χρειαστεί μια σταθερή αύξηση των επενδύσεων κατά 9% τον χρόνο, κάθε χρόνο έως το τέλος της δεκαετίας, σε πραγματικούς και όχι ονομαστικούς όρους. Οι αριθμοί περιγράφουν το μέγεθος του εγχειρήματος. Μια παρόμοια άνθηση των επενδύσεων έχει καταγράψει η ελληνική οικονομία μόνο στη δεκαετία του 1950 – με το Σχέδιο Μάρσαλ και τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση.
Από την άλλη πλευρά, η συγκυρία είναι θετική για τη χώρα μας από πολλές πλευρές. Οι ευρωπαϊκές προτεραιότητες συγκλίνουν με τις εθνικές. Η Ελλάδα θα χρειαζόταν, ούτως ή άλλως, μια μεγάλη στροφή από την κατανάλωση – που παραμένει η βάση του αναπτυξιακού μας προτύπου και η κύρια συνιστώσα του ΑΕΠ – στις επενδύσεις.
Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε η έκθεση Ντράγκι θα έπρεπε να τη συντάξουμε εμείς – και ήδη πολλές από τις σχετικές διαπιστώσεις και κατευθύνσεις πολιτικής περιλαμβάνονται στην έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη για το «Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας». Παράλληλα, η εκκίνηση της προσπάθειας γίνεται σε ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου. Ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος θα κινηθεί στο 2%, υπερδιπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού, και η υπεραπόδοση έναντι της ευρωζώνης αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια τουλάχιστον, με ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 2,3% για το 2025 και 2,0% για το 2026, σύμφωνα με τα στοιχεία του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Την επενδυτική αναπτυξιακή προσπάθεια στηρίζουν και άλλοι παράγοντες. Σήμερα τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανάπτυξη είναι διαθέσιμα από τους ευρωπαϊκούς πόρους, συνολικά 76 δισ. ευρώ έως το 2027 από ΤΑΑ και ΕΣΠΑ – αναλογικά περισσότερα από το Σχέδιο Μάρσαλ. Κεντρικό πυλώνα αποτελεί το ΤΑΑ, όχι μόνο για το ύψος των κονδυλίων, αλλά προπάντων για τις προαπαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και τη συγκεκριμένη στόχευσή του σε επενδυτικά σχέδια, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με μακροπρόθεσμη θετική επίδραση.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί τόσο η επιλογή της Πολιτείας να αναθέσει στον τραπεζικό τομέα τη διάχυση του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ στην οικονομία, όσο και η επιτυχής ανταπόκριση των τραπεζών σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό έργο που τους ανατέθηκε. Τα έργα του ΤΑΑ θα ωριμάζουν τα επόμενα χρόνια, ήδη από το 2025, με αύξηση των εκταμιεύσεων και αντίστοιχη συμβολή στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Υπάρχει ήδη σε εξέλιξη μια συζήτηση για τη διαδοχή του ΤΑΑ από έναν νέο, αντίστοιχο μηχανισμό χρηματοδότησης μετά την εκπνοή του, το 2027. Παράλληλα, τα επιτόκια διεθνώς βρίσκονται σε πτωτική τροχιά, μειώνοντας το κόστος της χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων. Το επιτόκιο του ευρώ βρίσκεται ήδη στο 3,25%, από το υψηλό του 4%, και αναμένονται περαιτέρω μειώσεις από την ΕΚΤ προς την περιοχή του 2% στο τέλος της νέας χρονιάς.
Το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον είναι επίσης υποστηρικτικό. Η δέσμευση στις βασικές επιλογές της χώρας αποτελεί πια κεκτημένο και η πολιτική σταθερότητα συμβάλλει στην ανάδειξη της Ελλάδας και από γεωπολιτική άποψη σε μια περιοχή μεγάλων γεωστρατηγικών αναταράξεων.
Η σταθερή επιλογή μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής οδηγεί σε μείωση του – ακόμη υψηλού – λόγου χρέους/ΑΕΠ. Το πόσο εκτιμάται από τις διεθνείς αγορές φαίνεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα – κάτι απολύτως αδιανόητο έως πολύ πρόσφατα – δανείζεται με επιτόκια χαμηλότερα, όχι μόνο από της Ιταλίας, αλλά ακόμα και της Γαλλίας.
Η επιχειρηματικότητα έχει πια ενσωματωθεί στην κουλτούρα της χώρας και της κοινωνίας. Πρόκειται για μια βαθιά αλλαγή σε σχέση με το ιστορικό μας παρελθόν. Οι διεθνείς επενδυτές το έχουν αντιληφθεί και το ενδιαφέρον για τοποθετήσεις στην Ελλάδα διατηρείται ισχυρό – πέρα από αναμενόμενες διακυμάνσεις των άμεσων ξένων επενδύσεων από χρονιά σε χρονιά. Σε αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, η ελληνική οικονομία έχει έναν ακόμα μείζονος σημασίας αρωγό: το τραπεζικό σύστημα, που έχει πλέον εξυγιανθεί και αφήσει πίσω του την κρίση και την κληρονομιά της που το βάραινε για πολλά χρόνια.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα και τα κεφάλαια και τη ρευστότητα και τη διάθεση ανάληψης πιστωτικού κινδύνου για να στηρίξουν μια μεγάλη αναπτυξιακή προσπάθεια, με άξονα τις επενδύσεις, προπάντων στους τομείς και τις κατευθύνσεις με τον μέγιστο μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας, που είναι προϋπόθεση για τη βιώσιμη ευημερία της κοινωνίας. Η Eurobank έχει ευθυγραμμίσει την επιχειρηματική της στρατηγική με αυτή την εθνική προτεραιότητα και είναι έτοιμη να την υπηρετήσει.
Ο κ. Φωκίων Καραβίας είναι διευθύνων σύμβουλος της Eurobank
Latest News
Οι προτεραιότητες και οι στόχοι του υπουργείου Ναυτιλίας
Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σημαντικές προκλήσεις και δύσκολες γεωπολιτικές συγκυρίες, η ελληνική ναυτιλία παραμένει η ραχοκοκαλιά του διεθνούς εμπορίου
Ελλάδα 2025: Από την ανθεκτικότητα στη βιώσιμη ανάπτυξη
Το 2025 αναμένεται να είναι έτος κρίσιμο για την αξιοποίηση των ευκαιριών και την εδραίωση της Ελλάδας ως κόμβου καινοτομίας και βιωσιμότητας
Ο καθοριστικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ως ο επενδυτικός βραχίονας της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, έχει επενδύσει περισσότερο από €13 δισ. στη χώρα τα τελευταία 10 χρόνια
Το Χρηματιστήριο Αθηνών προχωρεί προς μια νέα εποχή
Το Χρηματιστήριο Αθηνών βρίσκεται πλέον στο ραντάρ των ξένων επενδυτών
Ο πήχης είναι ψηλά
Η ελληνική ναυτιλία αντέχει και εξελίσσεται και αλήθεια είναι ότι ζυγίζει τόνους, μέγα-τόνους
Η αύξηση της παραγωγικότητας κλειδί για την ευημερία
Η σκληρή αλήθεια είναι πως η παραγωγικότητά μας δεν βελτιώνεται
Οι κίνδυνοι και η ευκαιρία για την ελληνική οικονομία
Σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, η ελληνική οικονομία διατηρεί την ανθεκτικότητά της
Το διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας και οι προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες
Η ελληνική οικονομία δεν μένει ανεπηρέαστη από αυτό το διεθνές σκηνικό
Μια ενδιαφέρουσα στροφή της οικονομίας
Θα ήταν ευκταίος, και με ευεργετικές κοινωνικές συνέπειες, ένας ρυθμός μεγέθυνσης υψηλότερος του σημερινού, ώστε να οδηγούσε τη μεγάλη πλειονότητα των νοικοκυριών σε υψηλότερη ασφάλεια και ευημερία.
Δεν υπάρχει ισχυρή οικονομία χωρίς ισχυρές τράπεζες
Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ξεπεράσει οριστικά την περίοδο της υπερ-δεκαετούς οικονομικής κρίσης