Στην ερώτηση «ποιος θα πρέπει να είναι ο τίτλος που χαρακτηρίζει 2025;» η άμεση απάντησή μου είναι: «Το έτος των πολλαπλών προκλήσεων». Για πολλούς λόγους:
Μια πρώτη πρόκληση είναι η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια. Πέρα από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον Λίβανο έχουν προστεθεί η ανάφλεξη στη Ρωσία και οι αναταραχές στη Νότια Κορέα. Το ανησυχητικότερο όμως όλων είναι η πολιτικοοικονομική αστάθεια στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Οι εποχές που Γαλλία και Γερμανία όριζαν τις τύχες της Ευρώπης έχουν περάσει, με τους τελευταίους ισχυρούς τριγμούς σε Παρίσι και Βερολίνο να απειλούν όχι μόνο τη Γηραιά Ηπειρο αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, δεδομένου ότι από τον Ιανουάριο του 2025 στον Λευκό Οίκο θα είναι ο Ντόναλντ Τραμπ.

Μια δεύτερη πρόκληση είναι η επαναφορά του δημοσιονομικού πλαισίου, που θα εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο του νέου έτους. Το νέο πλαίσιο, χωρίς να απεμπολεί τους παλαιούς στόχους για τα ελλείμματα και το χρέος, έχει τη μορφή μιας ήπιας λιτότητας. Δίπλα στους παλαιούς κανόνες των πρωτογενών πλεονασμάτων προστίθενται, για πρώτη φορά, οι κανόνες δημοσίων δαπανών. Κάθε χώρα δεσμεύεται να αυξήσει κατά ένα συγκεκριμένο και προαποφασισμένο ποσοστό τις κρατικές της δαπάνες και αν αυτό το όριο ξεπεραστεί, έστω και λίγο, τότε αυτόματα ενεργοποιούνται οι κυρώσεις που παλιά ήταν γνωστές ως «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος». Για τη χώρα μας, η αύξηση των δημοσίων δαπανών το 2025 κυμαίνεται στο 3,7%, δηλαδή γύρω στα 3,7 δισ. ευρώ. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αρκεί να αναλογιστούμε ότι για φέτος η αύξηση των δημοσίων δαπανών ξεπερνάει τα 5 δισ. ευρώ (αύξηση 7,1%). Συνεπώς, κανένας Πρωθυπουργός δεν μπορεί – και δεν θα μπορεί για πολλά χρόνια – να είναι πραγματικά «γαλαντόμος» στις παροχές και τα επιδόματα. Αν ωστόσο οι φόροι συνεχίσουν να αυξάνονται πάνω από τους στόχους, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, τότε θα έχει το περιθώριο να μειώσει φόρους και ειδικά τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες παρά τις μειώσεις κατά 4,6% των τελευταίων πέντε ετών, είναι από τις υψηλότερες στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.

Μια δεύτερη πρόκληση είναι η κλιματική κρίση. Η αντιμετώπισή της απαιτεί τη δημιουργία ανθεκτικών υποδομών στην ύπαιθρο, στις αστικές περιοχές, στις μεταφορές και στην υγεία. Εχουμε μεταρρυθμίσει το οικονομικό μας μοντέλο σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι θωρακισμένο απέναντι σε τέτοιου είδους κρίσεις;

Μια τρίτη πρόκληση είναι το δημογραφικό. Η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ ο δείκτης γονιμότητας διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, μόλις στο 1 παιδί. Αρκεί να σημειωθεί ότι η διατήρηση του ελληνικού πληθυσμού στα σημερινά επίπεδα μετά από 30-40 χρόνια απαιτεί δείκτη πάνω από 2 παιδιά! Οσο επιδεινώνεται το δημογραφικό, τόσο θα στερείται δυναμικότητας η ελληνική οικονομία, θα συρρικνώνεται ο πλούτος της και θα γινόμαστε φτωχότεροι. Για να αυξηθεί ο παραγόμενος πλούτος χρειάζεται να αυξηθεί η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας ή να αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων ή και τα δύο. Ομως η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο βρίσκεται στο 57% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 63% της ΕΕ, ενώ σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας βρίσκεται στο 44% της Ευρωζώνης και στο 50% της ΕΕ. Οι χαμηλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας οφείλονται κυρίως στη μη αξιοποίηση της τεχνολογίας στην εργασία, στη μη επίτευξη οικονομιών κλίμακας και στην (ακόμη) υψηλή γραφειοκρατία. Χαμηλή παραγωγικότητα σημαίνει χαμηλοί μισθοί και με τη σειρά τους, χαμηλό επίπεδο διαβίωσης. Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα χρειάζονται μεγάλες μεταρρυθμίσεις και περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών και φορολογικών επιβαρύνσεων.

Μια τέταρτη πρόκληση είναι η προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων εντός και εκτός του κλάδου της πληροφορικής, η συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, η προσέλκυση εγχώριου και ξένου ανθρώπινου δυναμικού και οι σταθερές πολιτικές είναι τα κύρια ζητήματα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κλάδου της χώρας.

Για να αντιμετωπιστούν όλες αυτές οι προκλήσεις, είναι αναγκαίο να προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις πάντοτε αντιμετωπίζουν αντιστάσεις, θίγουν οργανωμένα συμφέροντα και δημιουργούν πολιτικό κόστος. Η κυβέρνηση, βρισκόμενη περίπου στο μέσο της δεύτερης θητείας της και έχοντας ισχυρή πολιτική δύναμη, έχει κάθε λόγο να θέλει να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις. Αλλωστε, τα προηγούμενα χρόνια, είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Η οικονομία έπρεπε να σταθεροποιηθεί και να επιστρέψει (σε μεγάλο βαθμό) στην κανονικότητα. Δεν είχε η κυβέρνηση την πολυτέλεια «και να σβήνει την πυρκαγιά και να χτίζει το σπίτι». Το 2025 τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Προϋπολογισμός του 2025 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,3%, αρκετά πάνω από τον αντίστοιχο ρυθμό των χωρών της Ευρωζώνης. Πέρα από τον αναπτυξιακό χαρακτήρα, ο προϋπολογισμός 2025 προάγει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Πράγματι, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να είναι 2,5% το 2024 και 2,4% το 2025, με το συνολικό έλλειμμα στο 0,7% του ΑΕΠ το 2024 και στο 0,6% του ΑΕΠ το 2025. Η χώρα έχει εισέλθει πλέον σε έναν ενάρετο κύκλο μείωσης του χρέους και οικονομικής ανάπτυξης. Θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε αυτόν τον ενάρετο κύκλο, όταν έχουμε μπροστά μας όλες τις παραπάνω προκλήσεις;

Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts