Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, το επίσημο αφήγημα του Κρεμλίνου παραμένει απαράλλαχτο ως προς την ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν η Ρωσία και η οικονομία της στις δυτικές κυρώσεις.

Αν και αρκετές δυτικές μάρκες πολυτελείας και επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν αποχωρήσει από τις αρχές του πολέμου από τη ρωσική αγορά, οι περισσότερες το έκαναν με την υποσημείωση «μέχρι νεοτέρας».

Στην πραγματικότητα, ανέφερε το πρακτορείο AFP σε πρόσφατο ρεπορτάζ από τη Μόσχα, αρκετοί από τους ξένους οίκους πολυτελείας έχουν διατηρήσει τις εγκαταστάσεις τους (τώρα κλειστές) στο κέντρο της ρωσικής πρωτεύουσας, σε απόσταση αναπνοής από το Κρεμλίνο, προσμένοντας προφανώς την επιστροφή τους.

Economist: Δυσκολεύουν τα πράγματα για τις ρωσικές επιχειρήσεις – Στα ύψη το κόστος δανεισμού

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να οδεύει προς τον τέταρτο χρόνο, δε, προϊόντα με τα λογότυπα αρκετών εξ αυτών συνεχίζουν να κοσμούν τα ράφια εμπορικών καταστημάτων στη Μόσχα και τη γκαρνταρόμπα των ευκατάστατων Ρώσων.

Προϊόντα όλων των ειδών που υπόκεινται σε κυρώσεις εξάγονται εύκολα στη Ρωσία μέσω πρόθυμων μεσαζόντων σε μέρη όπως ο Καύκασος ​​και η Κεντρική Ασία, εξηγεί το πρακτορείο.

Επικαλούμενο στοιχεία για τις εξαγωγές μετά την επιβολή των δυτικών κυρώσεων, κάνει λόγο για τεράστιο άλμα στο εμπόριο μεταξύ δυτικών χωρών και του Κιργιστάν, του Καζακστάν και του Αζερμπαϊτζάν -πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, που έχουν στενούς δεσμούς με τη Μόσχα.

Ως εναλλακτική για ψώνια και διακοπές για πλούσιους Ρώσους προσφέρονται, εν τω μεταξύ, η Τουρκία και το Ντουμπάι.

Όμως αυτή είναι η μια πλευρά του «νομίσματος».

Η άλλη έχει σημάδια υπερθέρμανσης της ρωσικής οικονομίας.

Εν μέσω δυτικών κυρώσεων και εκτόξευσης των στρατιωτικών δαπανών, ο πληθωρισμός καλπάζει, τα επιτόκια ίπτανται σε νέα ύψη και το ρούβλι κάνει «βουτιά» έναντι του δολαρίου.

Παρά τους καθησυχαστικούς τόνους από το Κρεμλίνο, δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι το 2025 θα μπορούσε να είναι μια κομβική χρονιά για τη Ρωσία, με ή χωρίς τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

«Αργό δηλητήριο»

«Είμαστε σίγουροι ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα προχωρήσουμε μόνο μπροστά», τόνισε γενικόλογα στο μήνυμά του για την Πρωτοχρονιά ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν.

Συμπληρώνοντας ο ίδιος ένα τέταρτο του αιώνα στην εξουσία, σκιαγράφησε τη Ρωσία ως «ανεξάρτητη, ελεύθερη και ισχυρή» χώρα, «ικανή να αντιμετωπίσει τις πιο δύσκολες προκλήσεις».

Στο φόντο είναι πράγματι τρία χρόνια δυτικών κυρώσεων, που den γονάτισαν τη ρωσική οικονομία, όπως έλεγαν από το 2022 πολλές Κασσάνδρες, προβλέποντας ύφεση ακόμη και 10%.

Τελικά περιορίστηκε στο 2% τον πρώτο χρόνο του πολέμου, με την ανάπτυξη να επιστρέφει από το 2023 για τη ρωσική οικονομία, που λειτουργεί πια σε πολεμική βάση.

Tο Κρεμλίνο υπογραμμίζει την ανάπτυξη (παρά την αναθεώρηση των προβλέψεων στο 0,5% έως 1,5% για φέτος, έναντι 3,5% έως 4% το 2024), τη δημοσιονομική σταθερότητα (το έλλειμμα συγκρατείται στο 1,7% του ΑΕΠ) και το πραγματικό εισόδημα του πληθυσμού (ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 19% το 2024, σε ετήσια βάση).

Όμως συν τω χρόνω, οι κυρώσεις έχουν αρχίσει να προκαλούν σοβαρά προβλήματα, επιδρώντας σαν «αργό δηλητήριο».

Ο πληθωρισμός στη Ρωσία εκτοξεύτηκε στο 9,5% του ΑΕΠ το 2024, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας Rosstat.

Αντίστοιχα, οι τιμές βασικών τροφίμων αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα επίπεδα: + 72% οι πατάτες, + 30% το βούτυρο, + 14% το γάλα, + 12% το ψωμί.

Επιχειρώντας να βάλει «φρένο», η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας έχει αυξήσει κατακόρυφα από τον Οκτώβριο το βασικό επιτόκιο στο 21% -ύψος ρεκόρ εδώ και πάνω από μια 20ετία- και εκτιμάται ότι σύντομα μπορεί να το ανεβάσει κι άλλο, στο 23%, παρά την αυξανόμενη πίεση για μείωση, κυρίως από τις εκτός αμυντικού τομέα επιχειρήσεις.

Δεδηλωμένος στόχος της πάντως είναι η μείωση του πληθωρισμού κατά το ήμισυ, προς διασφάλιση μακροπρόθεσμης οικονομικής σταθερότητας, εν μέσω αύξησης των φόρων.

Το ασθενέστερο ρούβλι, μετά τις πρόσφατες νέες κυρώσεις των ΗΠΑ, αποτελεί επιπλέον παράγοντα πληθωριστικών πιέσεων, αυξάνοντας το κόστος των εισαγωγών στη Ρωσία (EPA/KARL-JOSEF HILDENBRAND)

Πολεμική οικονομία με «πήλινα πόδια» στη Ρωσία

«Μια ολόκληρη σειρά δανειοληπτών και οι τράπεζες θα βρεθούν σε δύσκολη κατάσταση. Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε έτσι για πολύ», προειδοποίησε νέτα-σκέτα τον Δεκέμβριο ο Τζέρμαν Γκρεφ, πρώην υπουργός Οικονομικών και Εμπορίου της Ρωσίας, νυν επικεφαλής SberBank, της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας.

Η εστίαση της Ρωσίας στους εξοπλισμούς αποστραγγίζει τη βιομηχανική της βάση, καταπονώντας εταιρείες ζωτικής σημασίας για την οικονομία.

Ο κατασκευαστικός τομέας, πάλαι ποτέ κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης, βρίσκεται σε αδιέξοδο.

Πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να πάρουν νέα δάνεια ή να πληρωθούν από πελάτες και αναμένεται να έχουν μεγάλα προβλήματα ρευστότητας τους επόμενους μήνες.

Ως εκ τούτου πολλές ρωσικές εταιρείες έχουν συγκεντρώσει σημαντικό χρέος.

Αλλά με την πρόσβαση στη δυτική χρηματοδότηση απρόσιτη λόγω κυρώσεων, οι εγχώριες επιλογές έχουν γίνει η μόνη εν δυνάμει σωτηρία.

Πλην όμως με δάνεια απαγορευτικά ακριβά.

Ο φόβος είναι ότι το υψηλό κόστος δανεισμού, και επομένως των επενδύσεων, θα επιβραδύνει τη ρωσική οικονομία και θα οδηγήσει σε πτωχεύσεις.

Για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο πληθωρισμός είναι το όλο και πιο υψηλό τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ανάλυση του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας (SWP) με τίτλο «Η ρωσική οικονομία σε ένα σημείο καμπής»,  που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο, αναφέρει ότι ναι μεν «σημαντική αύξηση της ζήτησης για όπλα και άλλα απαραίτητα αγαθά στο ουκρανικό μέτωπο έχει προκαλέσει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη σε πολλές ρωσικές περιοχές», όμως η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής «οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε τομείς που συνδέονται με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» της Ρωσίας.

Σύμφωνα με τον πρώτο αντιπρόεδρο της ρωσικής κυβέρνησης, Ντένις Μαντούροφ, η ρωσική βιομηχανία όπλων προσέλαβε 520.000 εργαζόμενους το 2023 και υπολογίζεται ότι προσθέσε  άλλους 190.000 κατά το πρώτο εξάμηνο πέρυσι.

Φέτος δε ο αμυντικός προϋπολογισμός θα αναθεωρηθεί και πάλι προς τα πάνω, φτάνοντας τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ.

Με φόντο τη γεωπολιτική αστάθεια, οι υδρογονάνθρακες μπορεί να αποτελέσουν ταυτόχρονα ισχυρό «χαρτί» και «αχίλλειο πτέρνα» για τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν (Photo: Shutterstock)

«Βράχια» ενόψει

Όμως πρόκειται για εικονική ανάπτυξη, τονίζουν αναλυτές, με βάση ένα οικονομικό μοντέλο που έχει φτάσει στα όριά του.

Παρά τις τεράστιες δημόσιες δαπάνες, η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται. Η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώνεται, συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής.

Αυτό οφείλεται και στις δυτικές κυρώσεις, που στερούν από τη Ρωσία την πρόσβαση σε ορισμένες προηγμένες τεχνολογίες, αλλά και στην έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Πρόκειται για ένα διαρθρωτικό πρόβλημα, που επιδεινώνεται από τη δημογραφική κρίση, τη στρατολόγηση και τις απώλειες στο μέτωπο του πολέμου, καθώς και τις -αν και μειούμενες- μεταναστευτικές ροές προς το εξωτερικό.

Ο αντίκτυπος ήταν σε πρώτη φάση αυξήσεις μισθών στην αγορά εργασίας -που πυροδότησε πρωτίστως η αμυντική βιομηχανία.

Καθώς όμως η έλλειψη εργατικού δυναμικού επιμένει, πολλοί ειδικοί τονίζουν ότι ο μόνος τρόπος που θα απομείνει για να αντισταθμιστεί θα είναι η σταδιακή αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης.

Το σκηνικό, σύμφωνα με οικονομολόγους του ινστιτούτου SWP, συμπληρώνει η μείωση των κρατικών εσόδων από τις εξαγωγές ενέργειας, συνδυαστικά με τις δυτικές κυρώσεις.

Το τέλος της ροής ρωσικού φυσικού αερίου -μέσω της Ουκρανίας- στην Ευρώπη αποδυναμώνει περαιτέρω τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό κολοσσό Gazprom, τη «χρυσή αγελάδα» των τελευταίων δεκαετιών.

Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι η Ρωσία δεν θα έχει πόρους για να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, τονίζουν οι ειδικοί.

Όμως η χώρα είναι πλέον πιο ευάλωτη σε οικονομικές κρίσεις, και δη σε περίπτωση πτώσης της τιμής του πετρελαίου.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί γενική πεποίθηση ότι απειλείται με στασιμοπληθωρισμό -ένα μείγμα υψηλού πληθωρισμού και ελλιπούς ανάπτυξης- ενώ τα περιθώρια ελιγμών του ρωσικού κράτους στενεύουν.

Περαιτέρω αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κινδυνεύει να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό.

Νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας θα περιορίσει την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την κατανάλωση των νοικοκυριών.

Υψηλό διακύβευμα

Τώρα, με την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τις διακηρύξεις του περί άμεσου (με πολλούς «αστερίσκους») τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία, μέγα ερώτημα παραμένει εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις το Κρεμλίνο θα αποδεχόταν μια κατάπαυση του πυρός.

Πέραν του εδαφικού, εγείρει αξιώσεις μιας ευρύτερης διευθέτησης -συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής ασφαλείας της Ευρώπης- με φόντο μια εν αμφιβόλω μελλοντική δέσμευση των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας στην εποχή Τραμπ 2.0 και τον γαλλογερμανικό κινητήριο «άξονα» της ΕΕ σε κλυδωνισμό, υπό τους τριγμούς μιας πολυεπίπεδης (οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής) κρίσης.

Μάλιστα για τη Δύση, τονίζουν αναλυτές, οι κίνδυνοι για τη ρωσική οικονομία ίσως να αποτελέσουν «δίκοπο μαχαίρι».

Σήμερα «εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις συνθήκες πολέμου», παρατηρεί σε άρθρο στην αμερικανική δεξαμενή σκέψης The Atlantic Council o καθηγητής οικονομικών Αλεξάντερ Μέρτενς, καθηγητής Oικονομικών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Ακαδημία Mohyla.

«Τα οικονομικά οφέλη που απολαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων στη Ρωσία ως απόρροια του πολέμου», υποστηρίζει, «βοήθησαν στην ενίσχυση του φιλοπολεμικού αισθήματος και της υποστήριξης του καθεστώτος Πούτιν».

Από την άλλη, ωστόσο, παρά την επίδειξη ισχύος με τον υπερηχητικό βαλλιστικό πύραυλο Ορέσνικ, το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ρωσίας δείχνει σημάδια διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως καταδεικνύει η αυξανόμενη εξάρτηση από χώρες όπως το Ιράν (σε drones) και η Βόρεια Κορέα (σε πυραύλους, αλλά και σε στρατιώτες για την απώθηση της ουκρανικής εισβολής στο Κουρσκ, σύμφωνα με τα όσα καταγγέλλουν το Κίεβο και η Δύση).

Στο μεσοδιάστημα, το «στοίχημα» γίνεται κατά πολύ ευρύτερο, σύμφωνα τουλάχιστον με πηγές της αμερικανικής εφημερίδας The Wall Street Journal.

Ενόσω «η Κίνα υποστηρίζει τη ρωσική οικονομία από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία», αναφέρει, το Πεκίνο «έχει το δικό του στρατηγικό όφελος: μια μελέτη περίπτωσης σε πραγματικές συνθήκες για τον τρόπο παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων», σε περίπτωση πολέμου στην Ταϊβάν…

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή