Το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας, με πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών (αριθμός απόφασης 120/2024), «μπλόκαρε» τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που είχαν ξεκινήσει σε βάρος οφειλέτη τόσο με την επίδοση διαταγής πληρωμής όσο και με την επίδοση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, διότι, όπως αποδείχθηκε, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν δεν ήταν επαρκή για να θεμελιωθεί η νομιμοποίηση της καθ’ ης ως διαχειρίστριας της απαίτησης.

Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ, για να ξεκινήσει ή να συνεχιστεί μια διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από καθολικό ή ειδικό διάδοχο του δικαιούχου, είναι απαραίτητο να κοινοποιηθεί στον καθ’ ου η εκτέλεση τόσο η επιταγή όσο και τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον διάδοχο. Αυτή η υποχρέωση αφορά όχι μόνο την έναρξη της εκτέλεσης, αλλά και τη συνέχιση αυτής που έχει ήδη ξεκινήσει από τον δικαιοπάροχο. Η απαίτηση για κοινοποίηση νομιμοποιητικών εγγράφων ισχύει ακόμα και αν ο καθ’ ου έχει λάβει γνώση της διαδοχής από άλλες πηγές, καθώς κάτι τέτοιο υπηρετεί τη διαφάνεια και τη νομιμότητα της διαδικασίας.

Τα νομιμοποιητικά έγγραφα που πρέπει να κοινοποιηθούν περιλαμβάνουν αποδεικτικά στοιχεία της διαδοχής, είτε είναι δημόσια είτε ιδιωτικά έγγραφα. Απαιτείται, μάλιστα, να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα, και όχι ως απλή μνεία στην επιταγή. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, επιβάλλεται η κοινοποίηση ολόκληρων των σχετικών εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου η ειδική διαδοχή βασίζεται σε συμβάσεις με εκτενή και πολυσέλιδα παραρτήματα, όπως οι συμβάσεις μεταβίβασης τραπεζικών απαιτήσεων προς εταιρείες διαχείρισης, η υποχρέωση αυτή αναθεωρείται.

Η απαίτηση κοινοποίησης ολόκληρων των παραρτημάτων, τα οποία συχνά περιλαμβάνουν στοιχεία που αφορούν πολλούς οφειλέτες, κρίνεται δυσανάλογη. Ειδικότερα, η κοινολόγηση τέτοιων στοιχείων ενδέχεται να θίγει το τραπεζικό απόρρητο και την προστασία προσωπικών δεδομένων, ενώ παράλληλα προκαλεί υπέρμετρη οικονομική και διοικητική επιβάρυνση. Αυτή η πρακτική θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά εμπόδια στην πρόσβαση των δανειστών στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, παραβιάζοντας την αρχή της δικονομικής οικονομίας.

Η νομολογία και η ερμηνεία του άρθρου 925 ΚΠολΔ καταλήγουν ότι αρκεί η κοινοποίηση επικυρωμένων αποσπασμάτων των εγγράφων, τα οποία περιλαμβάνουν τα κρίσιμα και ουσιώδη στοιχεία που σχετίζονται με την επίδικη απαίτηση. Ειδικότερα, για τις συμβάσεις μεταβίβασης τραπεζικών απαιτήσεων, είναι αρκετή η κοινοποίηση του αποσπάσματος εκείνου του παραρτήματος που αφορά αποκλειστικά τον καθ’ ου η εκτέλεση, ώστε να αποφεύγεται η άσκοπη κοινολόγηση στοιχείων που δεν έχουν συνάφεια με την υπόθεση. Αυτή η λύση ανταποκρίνεται τόσο στην ανάγκη προστασίας προσωπικών δεδομένων όσο και στην εξασφάλιση της αποδεικτικής πληρότητας.

Επιπλέον, οι διατάξεις των νόμων 3156/2003 και 4354/2015, που διέπουν τη μεταβίβαση και διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, αλληλοσυμπληρώνονται. Ο πρώτος ρυθμίζει κυρίως τη διαδικασία τιτλοποίησης, ενώ ο δεύτερος παρέχει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων. Ο νομοθέτης, με τον νόμο 4354/2015, αναγνωρίζει ρητά την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου στις εταιρείες διαχείρισης, θέτοντας ειδικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία τους. Η αρμονική ερμηνεία των δύο νόμων διασφαλίζει τη συνοχή και τη σταθερότητα του συστήματος, ανεξάρτητα από τη διαδικασία απόκτησης των απαιτήσεων (μέσω τιτλοποίησης ή πώλησης).

Στη δικαστική διαμάχη που απασχόλησε το δικαστήριο, διαπιστώθηκε ότι η επίδικη απαίτηση, που απορρέει από παλαιότερη σύμβαση πίστωσης, δεν κατέστη δυνατό να ταυτοποιηθεί ως μέρος των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων. Τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης ήταν ανεπαρκή, καθώς το μοναδικό παράρτημα που προσκομίστηκε ήταν δυσανάγνωστο και δεν περιείχε τα απαραίτητα στοιχεία για τη σύνδεση της απαίτησης με τη μεταβίβαση. Επίσης, τα συγκοινοποιηθέντα έγγραφα δεν περιλάμβαναν καμία επίσημη βεβαίωση ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που να τεκμηριώνει τη νομιμοποίηση της καθ’ ης ως διαχειρίστριας της απαίτησης.

Η έλλειψη τεκμηρίωσης επιβεβαιώθηκε και από την απουσία οποιασδήποτε σαφούς σύνδεσης ανάμεσα στη σύμβαση πίστωσης και τα στοιχεία που περιέχονται στη σύμβαση μεταβίβασης. Η καθ’ ης δεν προσκόμισε επιπλέον έγγραφα για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της, περιοριζόμενη σε επανάληψη γενικών αναφορών χωρίς συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Το δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις απόδειξης, ακύρωσε την επιταγή προς πληρωμή, καθώς και τις πράξεις αναγκαστικής κατάσχεσης που είχαν δρομολογηθεί. Παράλληλα, επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της καθ’ ης.

Συμπερασματικά, η απόφαση αναδεικνύει τη σημασία της ακριβούς και επαρκούς τεκμηρίωσης σε υποθέσεις που αφορούν τη μεταβίβαση και διαχείριση απαιτήσεων, υπογραμμίζοντας ότι οι γενικές αναφορές χωρίς σαφή στοιχεία δεν επαρκούν για να στηρίξουν δικαστικά έναν ισχυρισμό.

Η Σουζάνα Κλημεντίδη είναι δικηγόρος

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts