Όταν η Thyssenkrupp και η Tata Steel συμφώνησαν επίσημα για τη συγχώνευση τους το 2018, ένα βασικό σκεπτικό ήταν η γραμμή άμυνας και των δύο επιχειρήσεων έναντι της… πλημμυρίδας φθηνού χάλυβα από την Κίνα. Αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις στους καταναλωτές και τη βιομηχανία, μπλόκαρε τη συνένωση τον επόμενο χρόνο, σύμφωνα με δημοσίευμα των FT.

Έξι χρόνια αργότερα, η Tata βρίσκεται στη διαδικασία κλεισίματος του τελευταίου ολοκληρωμένου χαλυβουργείου της στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Thyssenkrupp, οι μετοχές της οποίας έχουν πέσει κατά δύο τρίτα, ανακοίνωσε σχέδια για την κατάργηση 11.000 από τις 27.000 θέσεις εργασίας σε όλες τις χαλυβουργικές επιχειρήσεις της.

Παρόλο που η αποτυχημένη συγχώνευση δεν είναι σε καμία περίπτωση ο μόνος λόγος για τα σημερινά προβλήματά τους – η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η φθίνουσα ζήτηση και το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι οι κύριοι υπαίτιοι – έχει ξεκινήσει σοβαρή συζήτηση στις Βρυξέλλες για το πώς η πολιτική ανταγωνισμού της ΕΕ μπορεί να υποστηρίξει καλύτερα τη βιομηχανική πολιτική.

«Ο ευρωπαϊκός έλεγχος των συγχωνεύσεων πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Πρέπει να επιτρέψουμε τους ευρωπαίους πρωταθλητές», δήλωσε ο Φρίντριχ Μερτς, υποψήφιος της κεντροδεξιάς για την καγκελαρία της Γερμανίας, σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους το Σαββατοκύριακο.

Αναφέρθηκε σε παλαιότερες αποφάσεις για την παρεμπόδιση συνενώσεων που αφορούσαν τη Siemens και την Alstom και τα γερμανικά και βρετανικά χρηματιστήρια, προσθέτοντας ότι θεωρεί τις αποφάσεις αυτές «νομικά πιθανώς σωστές, αλλά πολιτικά λανθασμένες».

Κομισιόν: Καταγγελία στον ΠΟΕ κατά της Κίνας για τα δικαιώματα χρήσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας υψηλής τεχνολογίας

Η έκθεση Ντράγκι

Η έκθεση-ορόσημο του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ πέρυσι κάλεσε επίσης τις Αρχές να διευκολύνουν την εξυγίανση ως τρόπο προώθησης της καινοτομίας στην Ευρώπη. Παρόλο που απέφυγε να ζητήσει πλήρη αναθεώρηση, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ υποστήριξε ότι η ήπειρος αντιμετώπιζε μια «υπαρξιακή πρόκληση» αν ήθελε να παραμείνει μια παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη: «Ισχυριζόμαστε ότι ευνοούμε την καινοτομία, αλλά συνεχίζουμε να προσθέτουμε ρυθμιστικά βάρη στις ευρωπαϊκές εταιρείες», αναφερόταν στην έκθεση.

Μια αλλαγή προσωπικού στις Βρυξέλλες συμβάλλει στην αναζωπύρωση της συζήτησης. Η Μαργκρέτε Βεστάγκερ, μια Δανή φιλελεύθερη που υπηρέτησε δύο θητείες ως επίτροπος ανταγωνισμού με σαφές πρόγραμμα για την προστασία των Ευρωπαίων καταναλωτών, αντικαθίσταται από την Τερέζα Ριμπέρα, μια Ισπανίδα σοσιαλίστρια που έχει αναλάβει να εξετάσει αν πρέπει να καταργήσει μέρος αυτής της κληρονομιάς και να κάνει αλλαγές «κατάλληλες για τις νέες πραγματικότητες» του παγκόσμιου ανταγωνισμού.

Σύγκριση ΗΠΑ-Κίνας-Ευρώπης

Στο πλαίσιο της επίμονα αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, ορισμένοι ζητούν να επανεξεταστεί πλήρως ο τρόπος με τον οποίο το μπλοκ επιτρέπει στους εταιρικούς πρωταθλητές του να μεγαλώνουν, προκειμένου να ευδοκιμήσουν.

«Η γεωπολιτική είναι αρκετά διαφορετική αυτή τη φορά», λέει ο Damien Geradin, δικηγόρος με έδρα τις Βρυξέλλες που ειδικεύεται στο δίκαιο του ανταγωνισμού. «Βλέπουμε τις ΗΠΑ να γίνονται επιθετικές, όπως και οι Κινέζοι. Η κατάσταση στην Ευρώπη δεν είναι βέλτιστη. Η ανάπτυξη έχει σταματήσει».

Κατά τη διάρκεια της 10ετίας έως το 2023, το ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 5,96% ετησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 2,46%, αλλά η ΕΕ κατάφερε να επιτύχει μόνο 1,73% – και πολλοί δείχνουν με το δάχτυλο το ρυθμιστικό της βάρος.

Οι ρυθμιστικές αρχές των Βρυξελλών εξετάζουν για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία το ενδεχόμενο να επιτρέψουν σε μεγάλες εταιρείες με έδρα την ΕΕ να αποκτήσουν μεγαλύτερο μέγεθος μέσω συγχωνεύσεων, ώστε να μπορούν να μειώσουν το κόστος και να ανταγωνιστούν καλύτερα τους διεθνείς ανταγωνιστές τους – ακόμη και αν οι εν λόγω συνδυασμοί θα μπορούσαν να μειώσουν τον ανταγωνισμό ή να αυξήσουν το κόστος για τους καταναλωτές.

Η νέα λογική και οι παλιές αντιστάσεις

Η Σεσίλια Μπόνεφελντ-Νταλ, γενική διευθύντρια της DigitalEurope, η οποία εκπροσωπεί τον τεχνολογικό τομέα της ηπείρου, αναφέρει ότι ενώ η Ευρώπη διαθέτει εταιρείες παγκόσμιας κλάσης στους τομείς της συνδεσιμότητας, των τραπεζών, της μεταποίησης και της τεχνολογικής υγειονομικής περίθαλψης, «έχει επικεντρωθεί υπερβολικά στη ρύθμιση αντί για την προώθησή τους».

«Δεν θα δημιουργήσουμε την επόμενη Apple ή Nvidia μέσω του νόμου για τα δεδομένα (Data) ή του νόμου για την τεχνητή νοημοσύνη», προσθέτει.

Οι επενδυτές, οι εθνικές κυβερνήσεις, οι ρυθμιστικές Aρχές και τα στελέχη σε κλάδους που εκτείνονται από την τεχνητή νοημοσύνη έως τον χάλυβα, θα παρακολουθούν για τυχόν σημάδια αλλαγών στην πολιτική που θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν την έγκριση συγχωνεύσεων που μπορεί να είχαν μπλοκαριστεί από το προηγούμενο καθεστώς.

Ωστόσο, ορισμένοι στις Βρυξέλλες αντιστέκονται στις εκκλήσεις για χαλάρωση των κανόνων ώστε να επιτραπούν περισσότερες μεγάλες συγχωνεύσεις και αντιδρούν στην άποψη ότι οι συγχωνεύσεις είναι απαραίτητες για την προώθηση των επενδύσεων και της καινοτομίας.

Επισημαίνουν το γεγονός ότι ο αριθμός των συγχωνεύσεων που έχει εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπερβαίνει κατά πολύ εκείνες που έχει εμποδίσει, καθώς και τις πολλές σημαντικές διακρατικές συμφωνίες που έχουν εγκριθεί.

«Η πολιτική προθυμία για μεγάλες επιχειρήσεις θα υπερκεράσει τη θεσμική ανάγκη προστασίας των καταναλωτών;» αναρωτιέται ένας έμπειρος παρατηρητής της ΕΕ. «Έχουμε εταιρείες στην Ευρώπη που μπορούν να αποκτήσουν τo μέγεθος που απαιτείται για να βοηθήσουν το μπλοκ να αποκτήσει οικονομική υπεροχή;»

Το πρώτο μπλόκο της ΕΕ το 1991 και η μετέπειτα πορεία

Οι Βρυξέλλες άρχισαν να νομοθετούν για τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις το 1990, στην αυγή της ενιαίας αγοράς της ΕΕ.

Σε γενικές γραμμές, η ΕΕ εξετάζει πάνω από 300 συμφωνίες κάθε χρόνο, με βάση το μέγεθος των εσόδων των εμπλεκόμενων μερών και την αξία αυτών των πωλήσεων που πραγματοποιούνται εντός μπλοκ. Οι συνενώσεις κάτω από τα κατώτατα όρια επαφίενται στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ανταγωνισμού.

Η πρώτη συγχώνευση που μπλόκαρε ήταν το 1991 η εξαγορά της De Havilland, ενός κατασκευαστή αεροσκαφών μικρών αποστάσεων που ανήκε στην Boeing, από τη γαλλική Aérospatiale και την ιταλική Alenia, με το σκεπτικό ότι θα δημιουργούσε δυοπώλιο στα αεροσκάφη αυτά.

Το 2016 οι διαχειριστές των χρηματιστηρίων του Λονδίνου και της Φρανκφούρτης έκαναν την τρίτη τους προσπάθεια να συνενωθούν. Η LSEG και η Deutsche Börse χαρακτήρισαν τη συγχώνευση «καθοριστική για τον κλάδο» που θα «έκανε πραγματικότητα την Ένωση Κεφαλαιαγορών στην Ευρώπη».

Η Επιτροπή το είδε διαφορετικά, μπλοκάροντας τη συμφωνία, καθώς «θα δημιουργούσε ένα de facto μονοπώλιο στις αγορές διακανονισμού». Έκτοτε, οι μετοχές της LSEG έχουν υπερτριπλασιαστεί και της Deutsche Börse υπερδιπλασιαστεί – αλλά και τα δύο χρηματιστήρια είδαν τις τρέχουσες και νέες εισαγωγές να κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ, προκαλώντας γενικευμένους φόβους για την υγεία των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών.

Τελικά, τόσο η Aérospatiale όσο και η Bombardier, η καναδική εταιρεία που τελικά εξαγόρασε την De Havilland, εντάχθηκαν αργότερα στην Airbus – μια πραγματική ευρωπαϊκή βιομηχανική πρωταθλήτρια και το ήμισυ ενός παγκόσμιου διδύμου πολιτικής αεροπορίας.

Από τότε η ΕΕ έχει απαγορεύσει ευθέως σχετικά λίγες συγχωνεύσεις και ορισμένες από αυτές ανατράπηκαν κατόπιν έφεσης. Ορισμένες εταιρείες απέσυραν οικειοθελώς τις προτάσεις συγχωνεύσεων, αφού δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν με την Επιτροπή για διορθωτικά μέτρα.

Οι κανόνες περί συγχωνεύσεων έχουν αλλάξει σπάνια από τότε που συντάχθηκαν το 1989 και ανώτεροι αξιωματούχοι προειδοποίησαν πρόσφατα ότι οι αλλαγές θα μπορούσαν να εδραιώσουν ακόμη περισσότερο τη θέση των ισχυρών εταιρειών – εις βάρος των μικρότερων εταιρειών και των καταναλωτών. Πολλά κράτη της ΕΕ συμμερίζονται τις ανησυχίες της Επιτροπής.

Τι θέλουν οι χώρες «κλειδιά»

Ωστόσο, οι χώρες-κλειδιά ασκούν πιέσεις στην ΕΕ να είναι πιο επιεικής. Τον περασμένο Μάιο, η Γαλλία και η Γερμανία ζήτησαν από τις ρυθμιστικές Αρχές να επιτρέψουν τη δημιουργία μεγαλύτερων εταιρειών, ιδίως στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών και των αερομεταφορών.

«Πρέπει να επανεξετάσουμε τους ισχύοντες ευρωπαϊκούς κανόνες και πρακτικές ανταγωνισμού για να ελέγξουμε αν εξακολουθούν να είναι κατάλληλοι για να συμβάλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου και να επιτρέψουν τη δημιουργία κοινοπραξιών και την ενοποίηση σε βασικούς τομείς, προκειμένου να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ανθεκτικότητα», ανέφερε το κοινό τους έγγραφο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Παρίσι και το Βερολίνο ζητούν μεταρρύθμιση. Το έκαναν και το 2019, μετά το βέτο που άσκησε η Επιτροπή σε πρόταση για τη συνένωση των τμημάτων κατασκευής τρένων της Siemens και της Alstom το 2019, εκδίδοντας μια διακήρυξη για μια βιομηχανική πολιτική του 21ου αιώνα.

«Η επιλογή είναι απλή όσον αφορά τη βιομηχανική πολιτική: να ενώσουμε τις δυνάμεις μας ή να επιτρέψουμε να εξαφανιστεί σταδιακά η βιομηχανική μας βάση και ικανότητα», ανέφερε το μανιφέστο, επισημαίνοντας ότι μόνο πέντε από τις 40 κορυφαίες εταιρείες στον κόσμο εκείνη την εποχή ήταν ευρωπαϊκές.

Είναι θέμα…χρόνου – Τι φοβούνται οι καταναλωτές

Το πρώτο εμπόδιο της ΕΕ για οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση των κανόνων περί συγχωνεύσεων είναι η ίδια η Επιτροπή. Η πρόεδρός της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ζήτησε από την  επίτροπο ανταγωνισμού Ριμπέρα να «εκσυγχρονίσει την πολιτική ανταγωνισμού» δίνοντας μεγαλύτερη σημασία σε πτυχές που μπορεί να είχαν παραμεληθεί σε προηγούμενες αναλύσεις – συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων για τη μελλοντική καινοτομία και την Άμυνα.

Ορισμένοι ερμήνευσαν αυτό ως ένα πράσινο φως για τις ευρωπαϊκές εταιρείες να αναπτυχθούν μέσω συγχωνεύσεων. «Θα είναι θέμα χρόνου», προβλέπει ένας άλλος μακροχρόνιος αξιωματούχος της ΕΕ, συμπληρώνοντας: «Θα δείτε την ΕΕ να είναι λίγο πιο γενναιόδωρη στον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τις συγχωνεύσεις. Μια συμφωνία Siemens/Alstom θα είχε περισσότερες πιθανότητες να περάσει σήμερα».

Ωστόσο, ο Agustín Reyna, γενικός διευθυντής της ευρωπαϊκής οργάνωσης καταναλωτών BEUC, δηλώνει ότι η έννοια των ευρωπαίων πρωταθλητών είναι «σχιζοφρενική» και χαρακτηρίζει την άποψη ότι η μεγαλύτερη ενοποίηση θα καταστήσει την Ευρώπη πιο ανταγωνιστική ως «πλάνη».

«Αυτό που συμβαίνει αντιθέτως είναι ότι οι καθιερωμένοι φορείς εκμετάλλευσης προσπαθούν να εδραιώσουν τη δύναμή τους στην αγορά για να μπορούν να αποσπούν περισσότερα κέρδη από τους καταναλωτές», προσθέτει ο Reyna.

Οι εντάσεις

Οι εντάσεις στο εσωτερικό της Επιτροπής είναι επίσης πιθανές. «Θα υπάρξει εσωτερική αντίσταση», λέει ο Alec Burnside, ανώτερος σύμβουλος της δικηγορικής εταιρείας Dechert, προσθέτοντας: «Το ερώτημα είναι αν η πολιτική βούληση για οποιαδήποτε ουσιαστική μεταρρύθμιση είναι αρκετά ισχυρή».

Ο Guillaume Loriot, αναπληρωτής γενικός διευθυντής συγχωνεύσεων στη μονάδα ανταγωνισμού της Επιτροπής, ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία του ότι «ορισμένες φωνές φαίνεται να ελπίζουν ότι οι κανόνες ελέγχου των συγχωνεύσεων θα είναι πιο επιεικείς στο όνομα της επιταγής της μεγέθυνσης».

«Είναι καλό να υπενθυμίσουμε σε όλους ότι ο έλεγχος των συγχωνεύσεων δεν αφορά την κλίμακα καθεαυτή», συνέχισε, ενώ τόνισε ότι «Το νόημα του ελέγχου των συγχωνεύσεων είναι η αντιμετώπιση της υπερβολικής ισχύος στην αγορά, η αύξηση της ισχύος στην αγορά. Η επιβολή του ανταγωνισμού, για μένα, δεν είναι μέρος του ζητήματος ή του προβλήματος, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λύσης».

«Είναι καλό να υπενθυμίσουμε σε όλους ότι ο έλεγχος των συγχωνεύσεων δεν αφορά την κλίμακα καθεαυτή», συνέχισε, ενώ τόνισε ότι «Το νόημα του ελέγχου των συγχωνεύσεων είναι η αντιμετώπιση της υπερβολικής ισχύος στην αγορά, η αύξηση της ισχύος στην αγορά. Η επιβολή του ανταγωνισμού, για μένα, δεν είναι μέρος του ζητήματος ή του προβλήματος, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λύσης».

Ορισμένοι προσφέρουν μια πιο διαφοροποιημένη ερμηνεία της εντολής της Ριμπέρα. «Σε τελική ανάλυση, οι ρυθμιστικές αρχές σκέφτονται τους κανόνες ανταγωνισμού για να προωθήσουν τη θέση της ΕΕ στον κόσμο», λέει ο Martijn Snoep, επικεφαλής της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού. «Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα πρέπει να αλλάξουν».

Θα μπορούσαν επίσης να υπάρξουν αλλαγές σε άλλους τομείς της πολιτικής ανταγωνισμού με στόχο να επιτραπεί σε μικρούς παίκτες στην Ευρώπη να αναπτυχθούν, αντί να τους αρπάξουν οι αμερικανικοί αντίπαλοι ή να τους εγγράψουν σε αμερικανικά χρηματιστήρια.

Ακολουθώντας τις οδηγίες της φον ντερ Λάιεν προς την Ριμπέρα, οι αξιωματούχοι της ΕΕ σχεδιάζουν να επεκτείνουν τις εξουσίες τους, προκειμένου να εμποδίζουν τις «”φονικές” εξαγορές» που αποτελούν απειλή ιδίως για τις ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις. Άνθρωποι που έχουν ενημερωθεί σχετικά με τα σχέδια λένε ότι οι αξιωματούχοι εξετάζουν νέα κατώτατα όρια για την αξία τέτοιων συμφωνιών, ώστε να εντοπιστούν συγχωνεύσεις που επί του παρόντος δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους.

Τι «σκέφτονται στις Βρυξέλλες

Αυτό συμβαδίζει με την αντίληψη ότι οι Βρυξέλλες θα στηρίζουν πλέον τους πρωταθλητές της ΕΕ», λέει ένα πρόσωπο που γνωρίζει τις σκέψεις της ΕΕ, προσθέτοντας ότι οι Βρυξέλλες θέλουν να μειώσουν τους κινδύνους από μεγάλες ξένες εταιρείες που “ξεσκαρτάρουν” μικρότερους αντιπάλους στην Ευρώπη για να εξαλείψουν μελλοντικούς ανταγωνιστές.

Ωστόσο, υπάρχουν όρια ακόμη και για τις πιο ισχυρές ρυθμιστικές Αρχές. Οι αποφάσεις της Επιτροπής μπορούν να προσβληθούν στα δικαστήρια του Λουξεμβούργου, τα οποία έχουν κατά καιρούς ανατρέψει τις αποφάσεις της.

«Υπάρχει περιθώριο πολιτικών ελιγμών, επειδή ο νόμος περιέχει ευέλικτα κριτήρια και οι πολιτικές μπορούν να αλλάξουν», λέει ο Sir Jonathan Faull, πρώην ανώτερος υπάλληλος στο τμήμα ανταγωνισμού της ΕΕ και τώρα πρόεδρος ευρωπαϊκών δημόσιων υποθέσεων στον όμιλο Brunswick, για να προσθέσει: «Αλλά υπάρχουν όρια που θέτουν οι κανόνες και 70 χρόνια νομολογίας».

Τι δείχνει το παράδειγμα των Τηλεπικοινωνιών

Ο τομέας των τηλεπικοινωνιών παρέχει μια περιπτωσιολογική μελέτη των προκλήσεων που αφορούν τη ρύθμιση του ανταγωνισμού.

Η κινητή και ευρυζωνική υποδομή αποτελεί βασικό περιουσιακό στοιχείο στο οποίο στηρίζεται ιδίως ο τεχνολογικός τομέας, αλλά το κόστος είναι σημαντικό και χρειάζεται χρόνια για να αποσβεστεί.

Μεταρρυθμιστές όπως ο Ντράγκι υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη χρειάζεται μεγαλύτερους ομίλους με μεγαλύτερη οικονομική δύναμη πυρός, αν θέλει να είναι ανταγωνιστική στο μέλλον, αλλά η Επιτροπή εμπόδισε το 2016 την εξαγορά της O2 από την CK Hutchison, ενώ η προσπάθεια της TeliaSonera να συγχωνεύσει τη δανέζικη μονάδα της με εκείνη της Telenor εγκαταλείφθηκε το 2015 μετά από αντιρρήσεις των Βρυξελλών.

Προκειμένου να παρακάμψει τις ανησυχίες για τον ανταγωνισμό, πρότεινε τον καθορισμό των αγορών τηλεπικοινωνιών σε επίπεδο ΕΕ και όχι σε εθνικό επίπεδο, καθώς και την αύξηση της σημασίας των δεσμεύσεων καινοτομίας και επενδύσεων που απαιτούνται για την έγκριση συγχωνεύσεων.

Η αντιμετώπιση των τηλεπικοινωνιών ως ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς θα έκανε τις συγχωνεύσεις πιο αποδεκτές από τις ρυθμιστικές Αρχές, αυξάνοντας τον διακρατικό ανταγωνισμό και μειώνοντας τους μονοπωλιακούς κινδύνους, υποστηρίζει ο Ντράγκι.

Αλλά ο Loriot, της μονάδας ανταγωνισμού, δήλωσε σε άλλο συνέδριο πέρυσι ότι οι φορείς εφαρμογής των αποφάσεων δεν μπορούν «να προσποιούνται ότι η αγορά [τηλεπικοινωνιών] είναι ευρωπαϊκή, ενώ δεν είναι, μόνο και μόνο επειδή θα έπρεπε να το επιθυμούμε. Δεν βρισκόμαστε στη Χώρα των Θαυμάτων».

Η συγχώνευση στο Ηνωμένο Βασίλειο

Τον περασμένο μήνα, η Αρχή Ανταγωνισμού και Αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου ενέκρινε τη συγχώνευση της εγχώριας επιχείρησης της Vodafone με την Three UK της CK Hutchison, ύψους 16,5 δισ. λιρών, ώστε να δημιουργηθεί ο μεγαλύτερος φορέας κινητής τηλεφωνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Όπως η ΕΕ και οι αντίστοιχες αρχές στην υπόλοιπη Ευρώπη, η CMA είχε απορρίψει στο παρελθόν συναλλαγές στον τομέα που μειώνουν τους τέσσερις παίκτες σε τρεις και είχε προειδοποιήσει ότι ο συνδυασμός αυτός θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερους λογαριασμούς για τους πελάτες. Αλλά τελικά συναίνεσε αφού οι εταιρείες συμφώνησαν να παρέχουν εγγυήσεις για τους πελάτες και να επενδύσουν δισεκατομμύρια λίρες για την ανάπτυξη ενός δικτύου 5G σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αναλυτές του κλάδου λένε ότι η έγκριση σηματοδότησε την προθυμία των εποπτικών αρχών να εγκρίνουν συμφωνίες που εξαρτώνται από επενδυτικές δεσμεύσεις, αν και δεν είναι ακόμη σαφές αν το νέο καθεστώς ανταγωνισμού της ΕΕ θα είναι έτοιμο να εγκρίνει συγχωνεύσεις με βάση επενδυτικά σχέδια, σε περίπτωση που εξακολουθούν να ενέχουν τον κίνδυνο αύξησης του κόστους για τους καταναλωτές.

Οι σκεπτικιστές

Αλλά οι σκεπτικιστές λένε ότι συναλλαγές όπως η συνένωση των αυτοκινητοβιομηχανιών Fiat Chrysler και PSA για τη δημιουργία της Stellantis, η εξαγορά της χαλυβουργίας Arcelor από την ινδική Mittal Steel και διάφορες συγχωνεύσεις αεροπορικών εταιρειών δείχνουν ότι η Επιτροπή έχει υποστηρίξει την ανάδυση μεγαλύτερων και ισχυρότερων εταιρειών.

Σημειώνουν επίσης ότι παρ’ όλη τη διαμάχη, η Siemens και η Alstom εξακολουθούν να είναι παγκόσμιοι παίκτες στην κατασκευή τρένων έξι χρόνια μετά την παρεμπόδιση της προτεινόμενης συγχώνευσής τους.

«Η πολιτική ανταγωνισμού μπορεί να είναι χρήσιμη στο περιθώριο», λέει ο Geradin, εξειδικευμένος δικηγόρος σε θέματα ανταγωνισμού. «Αλλά δε θα αλλάξει το αν οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να ανταγωνίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είναι θέμα θεμελιωδών αρχών». Ακόμη και ο Ντράγκι αναγνωρίζει ότι δεν είναι ο μόνος ή έστω ο κύριος λόγος για τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ.

Άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν: Χαμηλότερες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, καθότι οι εταιρείες της ΕΕ δαπάνησαν 270 δισ. ευρώ λιγότερα από τους Αμερικανούς αντιπάλους τους για Ε&Α το 2021, ανέφερε στην έκθεσή του , αλλά και τις υποανάπτυκτες κεφαλαιαγορές.

«Το πρόβλημα δεν είναι ότι η Ευρώπη στερείται ιδεών ή φιλοδοξίας», έγραψε, ενώ συμπλήρωσε: «Αποτυγχάνουμε να μεταφράσουμε την καινοτομία σε εμπορική αξιοποίηση και οι καινοτόμες εταιρείες που θέλουν να επεκταθούν στην Ευρώπη εμποδίζονται σε κάθε στάδιο από ανακόλουθους και περιοριστικούς κανονισμούς», σημειώνοντας παράλληλα ότι «Ως αποτέλεσμα, πολλοί Ευρωπαίοι επιχειρηματίες προτιμούν να αναζητήσουν χρηματοδότηση από αμερικανικούς επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων και να επεκταθούν στην αμερικανική αγορά».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Δασμοί Τραμπ: Γιατί θα κάνουν τον κόσμο φτωχότερο, όπως και τις ΗΠΑ
Διεθνή |

Γιατί οι δασμοί Τραμπ θα κάνουν τον κόσμο φτωχότερο, όπως και τις ΗΠΑ

Ο Τραμπ και πολλοί από τους υποστηρικτές του έχουν αρχίσει να υμνούν τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη χρυσή εποχή για την αμερικανική οικονομία αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική όπως δείχνει η ιστορία την εποχή του Φραγκλίνου Ρούζβελτ