Το αποστακτήριο αλκοόλ του Ουάσινγκτον στο Όρος Βέρνον ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αμερικής, παράγοντας περισσότερα από 10.000 γαλόνια ουίσκι σίκαλης και καλαμποκιού το 1799. Ο εθνοπατέρας το πωλούσε με το βαρέλι ως μέρος ενός σχεδίου βιοπορισμού μετά την προεδρία.

Η ζήτηση για αλκοόλ ήταν μεγάλη τότε σε όλο το νεαρό έθνος, και παραμένει έτσι και σήμερα – ακόμη και αν η μέση ετήσια κατανάλωση στις ΗΠΑ, περίπου 2,3 γαλόνια, ωχριά μπροστά στα 7,1 γαλόνια που καταναλώνονταν το 1830.

Λίγο ή πολύ αλκοόλ;

Στις μέρες μας καταναλώνεται λιγότερο αλκοόλ για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων η εύκολη πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό.

Ωστόσο οι διαχρονικές ανησυχίες για τους κινδύνους του αλκοόλ, τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή, ακολούθησαν το ποτό στον Νέο Κόσμο.

Η σύγχρονη επιστήμη έχει καταστήσει σαφείς τους κινδύνους, με πιο πρόσφατη την έκθεση των αμερικανικών αρχών που συνδέει την κατανάλωση αλκοόλ με τον καρκίνο.

Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν επηρεάσει τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στις ΗΠΑ, οι οποίες μειώθηκαν κατά 1% πέρυσι στα 112 δισεκατομμύρια δολάρια, επηρεάζοντας τις μετοχές των ζυθοποιών, των αποσταγματοποιών και των αμπελουργών.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν εκκλήσεις για μια ακόμη ποτοαπαγόρευση, όπως το διάστημα από 1920 έως το 1933, όταν έγινε παράνομη με συνταγματικό τρόπο η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.

Από το αφρώδες ποτό της Πρωτοχρονιάς μέχρι τις μπίρες σε αγώνες και τα καλοκαιρινά cocktail με ρούμι στην παραλία, το αλκοόλ παραμένει κεντρικό στοιχείο σε εορτασμούς και συναθροίσεις, αναφέρει το Barron’s. αλκοόλ

Η αλήθεια κρύβεται στην ιστορία

«Μέχρι το 1770, οι Αμερικανοί κατανάλωναν αλκοόλ, κυρίως σε ρούμι και μηλίτη, και μάλιστα συστηματικά με κάθε γεύμα», έγραψε ο αμερικανός ιστορικός W.J. Rorabaugh, συγγραφέας του βιβλίου «The Alcoholic Republic». «Πολλοί άνθρωποι ξεκινούσαν τη μέρα τους και την τελείωναν με ένα ποτό», πρόσθεσε.

Κατά την αποικιακή περίοδο, το περισσότερο αλκοόλ ήταν εισαγόμενο. Ο Ουάσινγκτον προτιμούσε το κρασί Μαδέρα και το αγγλικό πορτέρ. Μετά την Επανάσταση, η Αμερική εξελίχθηκε σε ένα έθνος μικρών ζυθοποιών και αποσταγματοποιών- η καλλιέργεια του σταφυλιού αποδείχθηκε πιο δύσκολη.

Σύμφωνα με το Barron’s, το αλκοόλ έγινε τόσο μεγάλη επιχείρηση που, το 1794, η προσπάθεια της κυβέρνησης να το φορολογήσει προκάλεσε την εξέγερση των αγροτών της Πενσυλβάνια για το ουίσκι.

Ο Ουάσινγκτον πήγε επικεφαλής 13.000 ομοσπονδιακών στρατευμάτων για να καταπνίξει την εξέγερση, επιβάλλοντας το δικαίωμα της κυβέρνησης να εισπράττει φόρους. Υπήρχαν και προσωπικές επιπτώσεις: Το 1798, ο Ουάσινγκτον πλήρωσε φόρο 332 δολαρίων για 616 γαλόνια που παρήγαγε στο Μάουντ Βέρνον.

Η βιομηχανία και ο Λίνκολν

Ο Ουάσινγκτον πέθανε πριν από το 1799 και δεν πρόλαβε να δει τη βιομηχανία οινοπνευματωδών ποτών των ΗΠΑ να αναπτύσσεται πέρα από τις ταπεινές αρχές της.

Το αποστακτήριο Buffalo Trace, το οποίο τώρα ανήκει στη Sazerac, ισχυρίζεται ότι είναι το παλαιότερο αποστακτήριο των ΗΠΑ που λειτουργεί συνεχώς, καθώς χρονολογείται από το 1805. Ενώ το Jim Beam, που εξαγοράστηκε από την Suntory, ανάγει την ιστορία της στο 1795.

Τη δεκαετία του 1810, ένας αγρότης ονόματι Thomas Lincoln έκανε περιστασιακές δουλειές σε ένα αποστακτήριο στο Knob Creek.  Αργότερα, ο γιος του Αβραάμ, που θα γινόταν ο 16ος πρόεδρος της Αμερικής, διατηρούσε ένα παντοπωλείο που πουλούσε αλκοόλ, ενεδεχομένως και για επιτόπια κατανάλωση.

Ο ίδιος ο Λίνκολν ήταν αλκοολικός, όχι όμως και οι στρατιώτες της Ένωσης που πολέμησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Τους άρεσε μια ελαφριά, δροσιστική μπύρα που εισήγαγαν οι Γερμανοί μετανάστες, και απαιτούσαν περισσότερη από αυτή τη μπύρα όταν επέστρεφαν στην πατρίδα. Αυτό τροφοδότησε την άνοδο των πρώτων ζυθοποιών μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένων των Anheuser-Busch (1852), Schlitz (1849) και Pabst (1844).

Καθώς η Αμερική βιομηχανοποιήθηκε, το ίδιο συνέβη και με την επιχείρηση αλκοόλ. Ο Pabst έγινε ο πρώτος ζυθοποιός που πούλησε περισσότερα από 100 εκατομμύρια βαρέλια το 1893. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο ιδρυτής Frederick Pabst διέψευδε μια μυστική συμφωνία με τη νούμερο 2 ζυθοποιία Schlitz: «Δεν γνωρίζω τίποτα για μια τέτοια συνεννόηση», δήλωνε στη Wall Street Journal στις 8 Σεπτεμβρίου 1897.

αλκοόλ

Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον

Ο ρόλος των σαλούν

Το 1899, περίπου 60 συμφέροντα της Bluegrass State ενώθηκαν για να σχηματίσουν την Kentucky Distillers & Warehouse Co. -την οποία η Journal ονόμασε «Big Whisky» και κατηγόρησε για την «έκρηξη των τιμών».

Το Big Whisky and Beer διατηρούσε επίσης σαλούν -καταστήματα ιδανικά για μέθη, τζόγο και πορνεία που επιβίωναν μέσω κρατικών μιζών. Πολιτικές μηχανές όπως το Tammany Hall της Νέας Υόρκης χρησιμοποιούσαν τα σαλούν ως εργαλεία για τον έλεγχο της ψήφου.

Τα σαλούν ήταν αυτά που μετέτρεψαν το κίνημα της εγκράτειας -που υποστήριζε την ατομική αποχή- σε ώθηση για την απαγόρευση των πωλήσεων οινοπνευματωδών ποτών – είχε δημιουργηθεί μάλιστα και ένα κίνημα κατά των σαλούν.

«Ο εχθρός του δεν ήταν το ποτό στο μπουκάλι ή ο μεθυσμένος που το έπινε, αλλά η διακίνηση του ποτού: ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα που προστατεύονταν από μια κυβέρνηση που βασιζόταν στους φόρους των ποτών», γράφει ο Mark Lawrence Schrad στο Smashing the Liquor Machine: A Global History of Prohibition.

Σήμερα, η μέση ετήσια κατανάλωση στις ΗΠΑ υπολογίζεται σε 2,3 γαλόνια, ποσότητα που ωχριά μπροστά στα 7,1 γαλόνια που καταναλώνονταν το 1830

Η ποτοαπαγόρευση

Η 18η τροπολογία ψηφίστηκε το 1919, καθιστώντας την ποτοαπαγόρευση νόμο. Κανείς δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένος. Η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε αρχικά, ίσως στο ένα τρίτο των προηγούμενων επιπέδων. Αλλά ανέβηκε και πάλι, καθώς δημιουργήθηκαν εξελιγμένες εγκληματικές οργανώσεις για την προμήθεια παράνομου ποτού.

«Η ποτοαπαγόρευση… δημιούργησε στις μεγάλες μας πόλεις πέντε speakeasies (σ.σ. ψώροι κατανάλωσης αλκοόλ με κρυφή είσοδο, μακριά από τη δημόσια θέα) εκεί όπου παλαιότερα υπήρχε ένα σαλούν», έγραψε ο Clarence Barron σε αυτό το περιοδικό στις 4 Απριλίου 1927. «Στο Ντιτρόιτ η αναλογία υπολογίζεται συντηρητικά σε 10 προς ένα».

Μετά την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης το 1929, το υψηλό κόστος του αγώνα για την ποτοαπαγόρευση δεν μπορούσε να αντέξει. Επιπλέον, όλοι είχαν ανάγκη από ένα ποτό. Στις 5 Δεκεμβρίου 1933, επικυρώθηκε η 21η τροπολογία, τερματίζοντας επίσημα την ποτοαπαγόρευση και τη New York Daily News να κυκλοφορεί την επόμενη ημέρα με τη φράση «Μπορείτε να πιείτε!» στην πρώτη σελίδα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή