Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και παρά τα πολλαπλά σοκ, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, σχολιάζει σε νέα ανάλυσή της η Morningstar DBRS, η οποία στις 7 Μαρτίου ανοίγει τον χορό των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας για το 2025.

Όπως εξηγεί, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έχει υπεραποδώσει κάθε χρόνο σε σχέση με το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ από το 2021, με τις τελευταίες προβλέψεις να υποδηλώνουν συνέχιση αυτής της τάσης.

Κατά την άποψή της, αυτό είναι αποτέλεσμα ανάκαμψης μετά από χρόνια συρρίκνωσης, αλλά και βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της λόγω δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών.

Πλέον, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένες στις εξαγωγές και στις επενδύσεις, λιγότερο στην κατανάλωση και παρουσιάζουν λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.

Συνέχιση της υπεραπόδοσης

Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα επεκτάθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση το 2023 και το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 2% το 2024, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τις εξαγωγές και την αύξηση των επενδύσεων.

Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει σε σχέση με την ευρωζώνη φέτος, καθώς η ανάκαμψη και η ανθεκτικότητα υποστηρίζονται από εισροές κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), μαζί με την έντονη ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα, εκτιμά η Morningstar DBRS.

Οι αναδυόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, πιθανότατα θα δοκιμάσουν την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας στο μέλλον. Αυτό θα απαιτήσει επαγρύπνηση για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων για την περαιτέρω μετάβαση σε ένα πιο διαφοροποιημένο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.

Το μοντέλο μη βιώσιμης ανάπτυξης της Ελλάδας και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων οδήγησαν σε παρατεταμένη κρίση

Η παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας ξεκίνησε το 2009 και οδήγησε σε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 26% έως το 2018. Μετά από μια περίοδο βραδείας ανάπτυξης το 1980-1995, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ σηματοδότησε μια περίοδο ισχυρής ανάπτυξης με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κοντά στο 4% από το 1996 έως το 2007.

Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτής της φαινομενικά ταχέως αναπτυσσόμενης δυναμικής οικονομίας οδηγήθηκε κυρίως από την πιστωτική επέκταση που τροφοδοτήθηκε από το εξωτερικό και οδήγησε σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα.

Η αύξηση της κατανάλωσης οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για στέγαση, λιανικά αγαθά και υπηρεσίες, προκαλώντας άνοδο στους μη εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας όπως τα ακίνητα, οι κατασκευές, οι τράπεζες και το λιανικό εμπόριο.

Η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος συντελεστής του πραγματικού ΑΕΠ την περίοδο 1995-2000 με μερίδιο 68% του ΑΕΠ με τις συνολικές εξαγωγές ως μερίδιο του ΑΕΠ να αντιστοιχούν σε περίπου 17%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ για την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές ήταν 55% και 26%, αντίστοιχα, για την ίδια περίοδο.

Η τάση αυτή συνεχίστηκε ακόμη και μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001. Παρά τα αναμενόμενα οφέλη από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, όπως σταθερότητα τιμών, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, χαμηλό κόστος συναλλαγών και βαθύτερη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, οι συνολικές εξαγωγές και ιδιαίτερα οι εξαγωγές αγαθών παρέμειναν χαμηλές. Για την περίοδο 2001-2008 οι συνολικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 20% του ΑΕΠ σε σχέση με το 32% για την ΕΕ.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αύξηση των μισθών στους μη εμπορεύσιμους τομείς αυξήθηκε γρήγορα, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές σε ολόκληρη την οικονομία και μειώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Την περίοδο 2000-2008, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σχεδόν κατά 32%. Αυτό επιδεινώθηκε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η γραφειοκρατία στο δημόσιο τομέα, η άκαμπτη αγορά εργασίας, οι κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.

Η χώρα γνώρισε επίσης άνοδο στις επενδύσεις με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται σε 25% κατά μέσο όρο μεταξύ 2001-2008, σε σχέση με 22% για την ΕΕ. Ωστόσο, συγκεντρώθηκε κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας όπως τα ακίνητα, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και τελικά σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες.

Ωστόσο, αυτή η τάση διακόπηκε από την κρίση του δημόσιου χρέους, την πολιτική αστάθεια και παράγοντες όπως το επακόλουθο χαμηλότερο πολιτικό κόστος της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων σε σύγκριση με τις τρέχουσες δαπάνες. Οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν σε περίπου 11% του ΑΕΠ το 2015.

Έχει γίνει πιο ανθεκτική η ελληνική οικονομία;

Η Ελλάδα ανέλαβε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, εφαρμόζοντας μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στον οικονομικό, δημοσιονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητά της, τη δημοσιονομική της θέση και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στόχευαν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, με τη θέσπιση ευέλικτων μορφών απασχόλησης και προσαρμογής των μισθών ώστε να αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα παραγωγικότητας. Την περίοδο 2009-2018, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε κατά περίπου 9% με το ποσοστό ανεργίας να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013.

Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί σημαντικά φτάνοντας το 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ, στο 52%, σύμφωνα με την Eurostat.

Επίσης, μετά από χρόνια ύφεσης των επιπέδων επενδύσεων στην Ελλάδα, ο σχηματισμός ακαθάριστου κεφαλαίου (ως μερίδιο του ΑΕΠ) άρχισε να επιταχύνεται αργά το 2020. Από το 12,3% που ήταν το 2020 οι επενδύσεις ως μερίδιο του ΑΕΠ έφθασαν στο 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, με την υποστήριξη των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το RRF θα βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το χάσμα της με τους Ευρωπαίους τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ η αύξηση των επενδύσεων θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να παρέχει πιστώσεις στις εταιρείες καθώς και από την ικανότητα της χώρας να προσελκύει επενδυτές μεσοπρόθεσμα.

Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας βέβαια αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις όσον αφορά την αντοχή και την ανθεκτικότητά της. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την τόνωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και για την αξιοποίηση εξωτερικών κεφαλαίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις «κληρονομιές» της κρίσης, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη πέρα από τη λήξη των κονδυλίων της ΕΕ Επόμενης Γενιάς, καταλήγει η Morningstar DBRS.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία
Σαντορίνη: Αυθαίρετα σε δώδεκα συγκροτήματα πάνω στην Καλντέρα εντόπισε το υπουργείο Περιβάλλοντος
Ακίνητα |

Αυθαίρετα σε 12 συγκροτήματα στην Καλντέρα εντόπισε το υπουργείο Περιβάλλοντος

Πορίσματα και επιβολή προστίμων για αυθαιρεσίες στη Σαντορίνη - Νέα ευρήματα από τις καθημερινές αυτοψίες στη Μύκονο - Σκυλακάκης: Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να θέσει τέλος στη νέα, αυθαίρετη δόμηση

Άννα Μάνη – Παπαδημητρίου: Η ισχυρή βιομηχανία είναι προϋπόθεση για μια ισχυρή Ελλάδα
Βιομηχανία |

Άννα Μάνη – Παπαδημητρίου: Η ισχυρή βιομηχανία είναι προϋπόθεση για μια ισχυρή Ελλάδα

Εθνική αναγκαιότητα αποτελεί η ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης της χώρας, είπε η κα Άννα Μάνη - Παπαδημητρίου κατά την επίσκεψή της στο Επιχειρηματικό Πάρκο Αλεξανδρούπολης