Η ελληνική οικονομία υπερτερεί πολλών ευρωπαίων εταίρων της στη μεταπανδημική εποχή και αυτό είναι αντικειμενικό. Ούτε μπαίνει στο ζύγι ούτε αμφισβητείται. Αυτό το τόσο απλό, αλλά συνάμα τόσο δύσκολο και σπάνιο στην περίπτωσή μας, επιβραβεύτηκε την Παρασκευή από τον καναδικό οίκο αξιολόγησης DBRS Morningstar ανεβάζοντάς μας δύο σκαλιά πάνω από την επενδυτική βαθμίδα. Αν αναλογιστούμε το χρονικό σημείο που ελήφθη η συγκεκριμένη απόφαση, τότε το επίτευγμα είναι ακόμα πιο σημαντικό.

Ακούγονται διάφορα από την Παρασκευή, ότι πρόκειται για «ανούσια» αναβάθμιση, ότι «δεν τρώγεται» (αυτό έχει ξαναειπωθεί), ότι δεν λύνει τα προβλήματα του σιδηροδρόμου και της «συγκάλυψης». Η συγκεκριμένη αναβάθμιση καθώς και άλλες που έγιναν και άλλες που θα ακολουθήσουν (πιθανότατα η Moody’s την Παρασκευή) δεν απαντούν σε όλα τα προβλήματά μας, αλλά σε κάποια πολύ βασικά, παλαιότερα σχεδόν υπαρξιακά, τα οποία ανέτρεψαν τον τρόπο ζωής μιας ολόκληρης γενιάς. Αυτά εδώ και καιρό πάνε καλά, ακόμα και σε απρόβλεπτες αναταράξεις, και μας επιτρέπουν να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή και περισσότερους πόρους και τα υπόλοιπα, τα εξίσου σημαντικά.

Οπότε, ναι, δεν «τρώγεται» μια αναβάθμιση, αλλά το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 12% χωρίς νέους φόρους, αλλά σε μεγάλο βαθμό από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, «τρώγονται» και… παρατρώγονται. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, που επικαλείται στην έκθεση αναβάθμισης η DBRS, το μερίδιο της παραοικονομίας στο ελληνικό ΑΕΠ έχει μειωθεί σημαντικά στο 16% το 2021 από περίπου 30% το 2013 λόγω της προόδου στην ψηφιοποίηση.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος, που μέσα στην πανδημία το 2020 εκτοξεύτηκε στο 209,4% του ΑΕΠ, το 2024 έχει μειωθεί στο 154% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Με τη φόρα που έχει πάρει θα βρεθεί κάτω του 140% του ΑΕΠ την επόμενη διετία. Μέσα στην προηγούμενη χρονιά πέρασαν, και ούτε που το καταλάβαμε, στο ελληνικό χρέος περίπου 12 δισ. «παγωμένοι» τόκοι (5,5% του ΑΕΠ), που θα ξεπάγωναν μαζί με άλλους το 2032 ως μέρος της ρύθμισης του χρέους, και δεν άλλαξε η τάση μείωσής του. Και πώς να γίνει διαφορετικά όταν από το 2022 έχουμε αποπληρώσει πριν από τη λήξη τους πάνω από 15 δισ. χρέος προς το ΔΝΤ και δάνεια του πρώτου μνημονίου και φέτος θα πληρώσουμε ακόμα πάνω από 5,3 δισ. ευρώ. Ολα αυτά και το «μαξιλάρι» αλώβητο, να παραμένει σε επίπεδα μεταξύ 36 και 40 δισ. ευρώ σταθερό, να μας εξασφαλίζει καλά επιτόκια. Την προηγούμενη εβδομάδα η διαφορά απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό υποχώρησε κάτω από τις 80 μονάδες βάσης. Στα τέλη του 2023 η διαφορά ήταν περίπου διπλάσια σε μέγεθος.

Το θέμα από εδώ και μπρος είναι πως συνεχίζουμε με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%, ώστε να συνεχίσουμε τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Δεν θα είναι εύκολο. Το Ταμείο Ανάκαμψης θα βοηθά. Στην περίπτωσή μας όμως η αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων συνοδεύεται από αύξηση των εισαγωγών. Θα καταφέρουμε να αυξάνουν οι εξαγωγές περισσότερο; Δύσκολο. Οπότε χρειαζόμαστε νέα καύσιμα και οι αναβαθμίσεις, ειδικά αν έρθουν και άλλες, θα παίξουν τον ρόλο τους.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion
Ο φαύλος κύκλος των μισθών
Opinion |

Ο φαύλος κύκλος των μισθών

Τα πρώτα χρόνια μετά την περίοδο των μνημονίων, βασικό ζητούμενο στην ασκούμενη οικονομική πολιτική της χώρας ήταν η ενίσχυση των κατώτερων εισοδημάτων. Να βρουν δουλειά οι χτυπημένοι από την κρίση, αλλά και να βελτιωθούν οι αποδοχές των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας αλλά και των εγκλωβισμένων στον βασικό μισθό με προσόντα και χρόνια προϋπηρεσίας, που είχαν […]