«Πρωταθλήτριες Ευρώπης» αναδεικνύονται οι ελληνικές τράπεζες σε μία σειρά από κρίσιμους χρηματοοικονομικούς δείκτες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που πέτυχαν κατά τη διάρκεια της περυσινής χρήσης.

Αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για βασικά μεγέθη των συστημικών ομίλων στην Ευρωζώνη για το 2024.

Μετά την ολοκλήρωση του πλάνου μετασχηματισμού τους, μέσω του οποίου εξυγίαναν τους ισολογισμούς, ενίσχυσαν τα ίδια κεφάλαια και έθεσαν τις βάσεις για την επιστροφή σε υψηλή κερδοφορία, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα εμφανίζονται με καλύτερες επιδόσεις στους περισσότερους τομείς.

Πρόκειται για στοιχεία που παρουσίασαν οι διοικήσεις τους τις προηγούμενες ημέρες σε αναλυτές και επενδυτική κοινότητα στο συνέδριο της Morgan Stanley στο Λονδίνο, παράλληλα με τις εκτιμήσεις τους για την επόμενη τριετία, όπως αυτές αποτυπώνονται στα σχετικά επιχειρησιακά πλάνα.

Οι ελληνικές τράπεζες και η σύγκριση

Αναλυτικότερα, από την έκθεση της ΕΚΤ, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

- Αποδοτικότητα

Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι πέτυχαν πέρυσι καθαρά κέρδη αθροιστικού ύψους της τάξης των 4,3 δισ. ευρώ, στηριζόμενοι κατά κύριο λόγο στο οργανικό τους αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό διατήρησαν την απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων τους σε διψήφια ποσοστά, που ξεπέρασαν στους περισσότερους ομίλους το 17%.

Αντίστοιχα, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος διαμορφώθηκε σε 9,54%.

- Κόστη

Πέραν της ενίσχυσης των εσόδων τους, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να συγκρατήσουν τα πάσης φύσεως έξοδα που επιβαρύνουν τα αποτελέσματά τους.

Ο δείκτης κόστος προς έσοδα κυμαίνεται στους τέσσερις συστημικούς ομίλους μεταξύ 30% και 39% έναντι μέσου όρου στη ζώνη του ευρώ στο 55%.

- Πιστωτικός κίνδυνος

Πλέον οι δείκτες καθυστερήσεων στην Ελλάδα βρίσκονται μία ανάσα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, μετά το μαζικό κύμα αποενοποίησης κόκκινων ανοιγμάτων και την ταυτόχρονη αύξηση του χαρτοφυλακίου των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Στο τέλος του 2024 κυμαίνονταν από 2,6% έως 3,8% στους τέσσερις συστημικούς ομίλους με το μέσο όρο των σημαντικότερων ευρωπαϊκών τραπεζών να βρίσκεται στο 2,28%.

Αυτή η σύγκληση έχει συμβάλλει καθοριστικά και στη σημαντική υποχώρηση του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Κατά την περυσινή χρήση διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μεταξύ 50 και 69 μονάδων βάσης έναντι 47 μονάδων βάσης στη ζώνη του ευρώ.

- Κεφαλαιακή ισχύς

Η ισχυρή οργανική δημιουργία κεφαλαίου μετά από τρεις σερί χρήσεις με καθαρό αποτέλεσμα, αθροιστικού ύψους άνω των 11 δισ. ευρώ, έχει συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση των σχετικών δεικτών.

Ο δείκτης κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων κινείται στους τέσσερις συστημικούς ομίλους μεταξύ 14,7% και 18,3% έναντι 15,86% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Από την άλλη, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώνεται στην Ελλάδα μεταξύ 18,5% και 19,99% σε σχέση με το 19,99% στην Ευρωζώνη.

Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι εγχώριες τράπεζες ξεκίνησαν τη διανομή μερίσματος στους μετόχους και έχουν στην πλειονότητά τους προχωρήσει σε εξαγορές.

- Δείκτες ρευστότητας

Καταλυτική επίδραση στη βελτίωση των δεικτών ρευστότητας, οι οποίοι είχαν πληγεί καίρια κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας, έχει η ενίσχυση της καταθετικής βάσης στην Ελλάδα.

Στο τέλος του 2024 ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις των συστημικών ομίλων κυμαίνονταν από 63% έως 76% έναντι 100,43% στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Πρόκειται για ένα σημαντικό πλεονέκτημα των εγχώριων τραπεζών, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να επεκτείνουν με ταχείς ρυθμούς τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια.

Αυτό είναι άλλωστε και το αφήγημα των τριετών επιχειρησιακών τους πλάνων που παρουσίασαν στους επενδυτές το προηγούμενο διάστημα.

Η διαφοροποίηση της κερδοφορίας

Το μόνο σημείο στο οποίο υστερούν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες σχετίζεται με τη διαφοροποίηση των πηγών της κερδοφορίας τους.

Αυτήν τη στιγμή το 80% περίπου των εσόδων τους προέρχεται από τόκους. Το γεγονός αυτό τις καθιστά πιο ευάλωτες σε περιόδους χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, όπως η τρέχουσα.

Στην ευρωζώνη από την άλλη, ο κανόνας είναι ότι τα έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες αντιπροσωπεύουν περί το 30% των συνολικών.

Οι διοικήσεις των συστημικών ομίλων έχουν ήδη δρομολογήσει κινήσεις για την περαιτέρω διαφοροποίηση των πηγών στα έσοδά τους, με χαρακτηριστικότερη τη συμφωνία εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Πειραιώς.

Επίσης, μειονέκτημα θεωρείται το γεγονός ότι ο αναβαλλόμενος φόρος έχει υψηλή συμμετοχή στα ίδια κεφάλαιά τους.

Πρόκειται όμως για ένα ζήτημα που μέσα στην επόμενη 5ετία θα αντιμετωπιστεί με την επιτάχυνση της απόσβεσής του.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις