Οι τελευταίες εξελίξεις στο θέμα των πυρηνικών εξοπλισμών έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση αλλά και τους φόβους μεταξύ των χωρών.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση μπορούσαν τουλάχιστον να συμφωνήσουν σε ένα πράγμα: η διάδοση των πυρηνικών όπλων ήταν επιζήμια για όλους.

Όπως αναφέρουν οι Financial Times, τη δεκαετία του 1960, εν μέσω ανησυχιών για την κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών σε όλο τον κόσμο, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι ξεκίνησε συνομιλίες που οδήγησαν στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT), μια συμφωνία μεταξύ υπερδυνάμεων που διατηρεί μέχρι σήμερα τον αριθμό των κρατών με πυρηνικά όπλα σε μονοψήφιο αριθμό.

Ο περιορισμός αυτός βασιζόταν στην επέκταση της «πυρηνικής ομπρέλας» των ΗΠΑ, προκειμένου να πειστούν οι σύμμαχοι ότι δεν χρειάζεται να αναζητήσουν οι ίδιοι πυρηνικά όπλα.

Ο Ντένις Χίλι, πρώην Βρετανός υπουργός, είχε δηλώσει αστειευόμενος ότι η αμερικανική πυρηνική πολιτική ήταν κατά 5% αξιόπιστη σε ό,τι αφορά την αποτροπή των Ρώσων αλλά κατά 95% καθησυχαστική για τους Ευρωπαίους.

Τώρα, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτή η διαβεβαίωση μοιάζει πιο αδύναμη από ποτέ.

Η στροφή του Αμερικανού προέδρου προς τη Μόσχα και η περιφρονητική στάση του απέναντι στο ΝΑΤΟ έχουν ωθήσει παλιούς συμμάχους – από το Βερολίνο και τη Βαρσοβία έως τη Σεούλ και το Τόκιο – να αντιμετωπίσουν ένα μέχρι πρότινος αδιανόητο ερώτημα: πώς να προετοιμαστούν για μια πιθανή αποχώρηση της αμερικανικής πυρηνικής ασπίδας.

«Η διάρρηξη της συναίνεσης των μεγάλων δυνάμεων στη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων είναι πραγματική», δήλωσε ο Άνκιτ Πάντα του Carnegie Endowment και συγγραφέας του The New Nuclear Age. «Το φαινόμενο Τραμπ έχει ενισχύσει τις φωνές στις χώρες-συμμάχους των ΗΠΑ, που πλέον βλέπουν τα πυρηνικά όπλα ως λύση στο πρόβλημα της αμερικανικής αναξιοπιστίας».

Το δίλημμα των πυρηνικών

Όπως έδειξε η συμφωνία για τη μη διάδοση των πυρηνικών, NPT, ο αριθμός των επίσημων πυρηνικών δυνάμεων έχει περιοριστεί στις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο – τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Ινδία, το Ισραήλ και το Πακιστάν, που δεν υπέγραψαν ποτέ τη συνθήκη, έχουν επίσης αναπτύξει πυρηνικά όπλα, όπως και η Βόρεια Κορέα, η μοναδική χώρα που έχει αποχωρήσει από τη NPT.

Η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία έχει ταρακουνήσει τη Δύση. Οι αναλυτές φοβούνται ότι αν η NPT καταρρεύσει – εν μέρει λόγω της απόσυρσης των αμερικανικών εγγυήσεων – ο αριθμός των κρατών που αναπτύσσουν πυρηνικά μπορεί να φτάσει τα 15-25, όπως είχε προβλέψει ο Κένεντι, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενός καταστροφικού πυρηνικού πολέμου.

Ο Λόρενς Φρίντμαν, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της πυρηνικής στρατηγικής, σημείωσε ότι το δίλημμα των συμμάχων δεν είναι καινούργιο.

Το πυρηνικό πρόγραμμα της Γαλλίας γεννήθηκε από την εκτίμηση του Σαρλ ντε Γκολ ότι η Ουάσινγκτον δεν ήταν αξιόπιστη. Η Κίνα, μετά τη ρήξη της με την ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1960, έκανε έναν παρόμοιο υπολογισμό για τη Μόσχα.

Όμως, όταν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αμφισβήτησαν στο παρελθόν την Ουάσινγκτον, εξέτασαν τις εναλλακτικές και συνειδητοποίησαν ότι η ανάπτυξη δικών τους πυρηνικών όπλων ήταν «δύσκολη, ακριβή και γίνονταν στόχος».

«Στο τέλος, το αποδέχτηκαν», είπε ο Φρίντμαν. «Αυτή ήταν η θέση τους στο παρελθόν. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη φορά, με την τόσο σοβαρή κρίση, δεν είναι σίγουροι αν μπορούν να το κάνουν». πυρηνικών

Στη Γερμανία

Ο Φρίντριχ Μερτς, ο επικρατέστερος διάδοχος της γερμανικής καγκελαρίας, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης πρέπει πλέον να εξετάσει «κατά πόσο η πυρηνική κοινή χρήση, ή τουλάχιστον η πυρηνική ασφάλεια από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, θα μπορούσε να ισχύει και για εμάς».

Αυτή η δήλωση, από μόνη της ιστορική, προκάλεσε μια πρωτοφανή δημόσια συζήτηση, στην οποία κάποιοι αναλυτές άρχισαν να αναρωτιούνται δημόσια εάν η Γερμανία —της οποίας η μεταπολεμική εικόνα έχει οικοδομηθεί γύρω από την προώθηση της ειρήνης στην Ευρώπη και τον κόσμο— θα πρέπει να επιδιώξει να αποκτήσει δικά της πυρηνικά όπλα.

Η Γερμανία φιλοξενεί αμερικανικά πυρηνικά όπλα από το 1983. Σήμερα, περίπου 20 αμερικανικές πυρηνικές βόμβες B61 βρίσκονται στην αεροπορική βάση Büchel, περίπου 100 χιλιόμετρα νότια της Κολωνίας.

Οι Γερμανοί αξιωματούχοι επιμένουν πως οι ΗΠΑ δεν έχουν δώσει καμία ένδειξη ότι σκοπεύουν να αποσύρουν αυτήν την πυρηνική ασπίδα. Ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους, έχει χαρακτηρίσει τη συζήτηση ως μια «κλιμάκωση της αντιπαράθεσης που δεν χρειαζόμαστε».

Ωστόσο, σε ιδιωτικές συνομιλίες, καθώς έχουν συγκλονιστεί από την ταχύτητα των εξελίξεων από τότε που ανέλαβε ο Τραμπ, κάποιοι αξιωματούχοι άρχισαν να αναρωτιούνται αν η Γερμανία θα έπρεπε να εξετάσει την απόκτηση δικών της πυρηνικών όπλων.

Ο Μερτς είπε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι ένα τέτοιο σενάριο δεν θα συμβεί, επισημαίνοντας δύο διαφορετικές διεθνείς συνθήκες που το απαγορεύουν.

Ο Βόλφγκανγκ Ίσινγκερ, πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Ουάσινγκτον, επισήμανε πως οποιαδήποτε πραγματική πρόταση να γίνει η Γερμανία πυρηνική δύναμη θα δημιουργούσε «καταιγίδα αντιδράσεων χωρίς προηγούμενο από τη Μόσχα, από το δεξιό, αντιγερμανικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη στην Πολωνία και από άλλους γείτονες».

Και πρόσθεσε: «Θα κινδυνεύαμε να χάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της εμπιστοσύνης που καταφέραμε να οικοδομήσουμε τις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες, μετά την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».

Όμως ο Τόρστεν Μπέννερ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Δημόσιας Πολιτικής με έδρα το Βερολίνο, είναι ένας από τους ειδικούς των think tanks που έχουν διατυπώσει την ιδέα ότι η χώρα θα πρέπει τουλάχιστον να «επενδύσει στη διατήρηση μιας πυρηνικής ετοιμότητας» – μια κίνηση που θα σήμαινε τη δημιουργία της υποδομής για την κατασκευή ενός πυρηνικού όπλου, αν χρειαστεί, χωρίς όμως να το κατασκευάσει άμεσα.

Η συζήτηση, όπως είπε, προκλήθηκε από τις ανησυχίες σχετικά με το πού μπορεί να κατευθυνθούν πολιτικά το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, ιδίως εάν η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τις γαλλικές εκλογές το 2027. «Τόσο η άκρα αριστερά όσο και η άκρα δεξιά στη Γαλλία είναι πολύ αντιγερμανικές και θα υπήρχε ο κίνδυνος να μην τιμήσουν ένα είδος συμφωνίας κοινής χρήσης πυρηνικών», δήλωσε ο Benner. «Και τότε τι;»

Η πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέδειξε τη δύναμη της κατοχής πυρηνικών όπλων

Η θέση της Πολωνίας

Η συζήτηση στην Πολωνία προχώρησε ακόμη πιο γρήγορα, με τον πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ να γίνεται αυτόν τον μήνα ο πρώτος ηγέτης της χώρας που έθεσε την ιδέα της επιδίωξης πυρηνικών όπλων, ή τουλάχιστον της σύναψης συμφωνίας κοινής χρήσης πυρηνικών με τη Γαλλία.

Ο πολιτικός του αντίπαλος, ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα, απάντησε δηλώνοντας στους Financial Times ότι θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές στην Πολωνία, μια κίνηση που η Μόσχα θα θεωρούσε πρόκληση και στην οποία η Ουάσινγκτον εδώ και καιρό αντιστέκεται.

«Ξαφνικά ακούγονται πολλές απόψεις και διαφορετικές θέσεις για το τι πρέπει να γίνει, αλλά όλες δείχνουν ότι η Πολωνία πιστεύει σε μια πιο ισχυρή πυρηνική αποτροπή έναντι της Ρωσίας», δήλωσε ο Μάρτσιν Ίντζικ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της PGZ, της κρατικά ελεγχόμενης αμυντικής εταιρείας.

Το αν η Πολωνία έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει τις θέσεις του Ντούντα ή του Τουσκ είναι άλλο θέμα. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς, δήλωσε επίσης στο Fox News ότι θα του προκαλούσε έκπληξη εάν ο Τραμπ συμφωνούσε να μεταφέρει αμερικανικά όπλα στην Πολωνία.

Και ενώ η Πολωνία φιλοξένησε κάποτε πυρηνικές κεφαλές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου – για τη Μόσχα και όχι για την Ουάσινγκτον – δεν είχε ποτέ ένα πολιτικό πυρηνικό εργοστάσιο. Αν και έχει δεσμευτεί να κατασκευάσει ένα εντός δεκαετίας, δεν διαθέτει την υποδομή και την τεχνογνωσία άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Ο Ντούντα υποστηρίζει ότι η Πολωνία θα χρειαζόταν «δεκαετίες» για να αναπτύξει τα δικά της πυρηνικά όπλα. Την άποψη αυτή συμμερίζονται ευρέως αναλυτές και στελέχη της βιομηχανίας. Ο Γιανους Ονίσκιεβιτς, πρώην υπουργός Άμυνας της Πολωνίας, χαρακτήρισε την πρόταση του Τουσκ «αρκετά υποθετική και όχι για την παρούσα κατάσταση».

«Για εμάς, η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από το μηδέν είναι πολύ δαπανηρή και δεν έχουμε αρκετό χρόνο για να το κάνουμε», δήλωσε ο Ίντζικ από την PGZ. «Αλλά αν μπορούμε να γίνουμε μέρος μιας νέας ευρωπαϊκής ομάδας και ενός πυρηνικού έργου, φυσικά θέλουμε να συμμετέχουμε».

Το πεδίο δοκιμών πυρηνικών όπλων για τη Ρωσία βρίσκεται στο απομακρυσμένο αρχιπέλαγος Νόβαγια Ζεμλιά, στον Αρκτικό Ωκεανό

Η Νότια Κορέα ανησυχεί

Η αδιάκοπη πρόοδος του προγράμματος πυρηνικών όπλων της Βόρειας Κορέας, η άνθηση της σχέσης της Πιονγκγιάνγκ με τη Μόσχα και η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, έχουν εντείνει τις ανησυχίες στη Νότια Κορέα για την ασφάλειά της.

«Η υποστήριξη υπέρ της απόκτησης των δικών της πυρηνικών όπλων από τη Νότια Κορέα διευρύνεται και σκληραίνει», δήλωσε ο ο Σανγκσίν Λι, ερευνητής στο κρατικό Ινστιτούτο Κορεατικής Ενοποίησης (Korea Institute for National Unification).

Ενώ κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα δεν έχει υποστηρίξει μια τέτοια κίνηση, οι ηγέτες και των δύο πλευρών έχουν υποστηρίξει την επιδίωξη της πυρηνικής ετοιμότητας, ώστε η Σεούλ να μπορεί να κατασκευάσει ή να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Ο Ό Σε-χουν, συντηρητικός δήμαρχος της Σεούλ και πιθανός υποψήφιος για την προεδρία, ζήτησε νωρίτερα αυτόν τον μήνα από τις ΗΠΑ να επιτρέψουν στη Νότια Κορέα να αποκτήσει απόθεμα πυρηνικών υλικών αντίστοιχο με αυτό της Ιαπωνίας, δίνοντάς της έτσι το καθεστώς «πυρηνικού ορίου».

Τα σχόλια του Ό Σε-χουν έγιναν λίγο μετά την δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Τσο Ταε-γιουλ στο κοινοβούλιο ότι η απόκτηση πυρηνικών όπλων «δεν έχει φύγει από το τραπέζι». «Πρέπει να προετοιμαστούμε για όλα τα πιθανά σενάρια», πρόσθεσε.

Η Νότια Κορέα διαθέτει ήδη την υψηλότερη πυκνότητα πολιτικών πυρηνικών αντιδραστήρων στον κόσμο. «Η Κορέα διαθέτει τη βασική τεχνολογία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων και έχει ήδη εμπειρία στην παραγωγή μικρών ποσοτήτων πλουτωνίου και ουρανίου», δήλωσε ο Σου Κιουν-ριουλ, ομότιμος καθηγητής πυρηνικής μηχανικής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ.

«Διαθέτει την τεχνολογία για την κατασκευή ακατέργαστων πυρηνικών βομβών – παρόμοιων με αυτές που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι – μέσα σε τρεις μήνες».

Ο Λι Τσουν-γκέουν, ερευνητής στο Korea Institute of Science & Technology Evaluation and Planning, εξήγησε πως εκτός από την απόκτηση επαρκούς πυρηνικού υλικού, η Νότια Κορέα θα πρέπει επίσης «να κατασκευάσει έναν πυροκροτητή και πυρηνικές κεφαλές, καθώς και να διεξάγει πυρηνικές δοκιμές».

«Εάν κηρύξει εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κινητοποιήσει όλους τους εθνικούς πόρους, μπορεί να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα σε περίπου δύο χρόνια», δήλωσε ο Λι.

Ενώ η Νότια Κορέα έχει αποθηκευμένο πυρηνικό υλικό για δύο έως τρία χρόνια, ο εφοδιασμός της πιθανόν να διακοπεί ως αποτέλεσμα της αποχώρησης από την NPT, σημείωσε. Η εξαγωγική οικονομία της Νότιας Κορέας θα δυσκολευόταν επίσης να αντέξει τυχόν οικονομικές κυρώσεις που θα ακολουθούσαν.

Όμως ο Σου, από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ, υποστήριξε ότι η προεδρία Τραμπ προσφέρει στη Νότια Κορέα μια «σπάνια ευκαιρία να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων». πυρηνικών

Η Ιαπωνία και το πλουτώνιο

Η μοναδική θέση της Ιαπωνίας ως η μόνη χώρα που έχει πέσει θύμα ατομικού πολέμου έχει καταστήσει το ζήτημα της απόκτησης πυρηνικών όπλων, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής ιστορίας της, ίσως το μεγαλύτερο πολιτικό ταμπού.

Ταυτόχρονα, υπάρχει εδώ και καιρό μια σιωπηλή συζήτηση σε ορισμένους κύκλους, η οποία έχει εξελιχθεί, καθώς η Βόρεια Κορέα έγινε πυρηνική δύναμη, η Κίνα έγινε πιο ισχυρή στρατιωτικά και ο Τραμπ έθεσε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ.

Ένας υψηλόβαθμος Ιάπωνας αξιωματούχος δήλωσε ότι ανέκαθεν υπήρχε συζήτηση για το θέμα,  μεταξύ μιας μικρής ομάδας πιο σκληροπυρηνικών πολιτικών. «Ο κύκλος των συμμετεχόντων μπορεί τώρα να διευρύνεται».

Η Ιαπωνία ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, αλλά η ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και το άνοιγμα ενός εργοστασίου εμπλουτισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990 της έδωσαν επίσης ένα σημαντικό απόθεμα υλικού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή δικού της όπλου.

Η τεράστια, εξελιγμένη βιομηχανία της Ιαπωνίας και η ηγετική της θέση σε πολλούς τομείς εξειδικευμένης μηχανικής, λένε Αμερικανοί στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, σημαίνουν ότι η φυσική κατασκευή ενός όπλου θα ήταν μέσα στις δυνατότητές της, ενδεχομένως μέσα σε λίγους μήνες από τη στιγμή που θα δινόταν η πολιτική έγκριση.

Η πιο πρόσφατη έκθεση της Ιαπωνίας έδειξε ότι στο τέλος του 2023, η Ιαπωνία κατείχε περίπου 8,6 τόνους πλουτωνίου στο εσωτερικό της – αρκετό, θεωρητικά, για την παραγωγή αρκετών χιλιάδων βομβών. Το γεγονός αυτό δεν έχει περάσει απαρατήρητο από την Κίνα, η οποία στο παρελθόν έχει χρησιμοποιήσει κρατικά μέσα ενημέρωσης για να αμφισβητήσει την κατοχή τόσο μεγάλου αποθέματος από την Ιαπωνία.

Ωστόσο, η ψυχολογική και πολιτική απόσταση που θα πρέπει να γεφυρωθεί για να σκεφτεί κανείς σοβαρά μια τέτοια κίνηση είναι, ακόμη και τώρα, τεράστια. Στη «ρήτρα ειρήνης» του άρθρου 9 του Συντάγματός της, ο ιαπωνικός λαός «αποποιείται για πάντα τον πόλεμο ως κυρίαρχο δικαίωμα του έθνους». Ενώ οι επανερμηνείες της ρήτρας επέτρεψαν στην Ιαπωνία να δημιουργήσει και να διατηρήσει σημαντικές συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις, η πολυπλοκότητα γύρω από μια πυρηνική αποτροπή παραμένει μια δύσκολη υπόθεση.

«Προς το παρόν ολόκληρη η στρατηγική είναι χτισμένη γύρω από την εξασφάλιση της διαβεβαίωσης από τις ΗΠΑ ότι η Ιαπωνία εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από την πυρηνική ομπρέλα τους», δήλωσε ο Στίβεν Νάγκι, καθηγητής πολιτικής και διεθνών σπουδών στο International Christian Universityτου Τόκιο. «Το σχέδιο Α είναι να αγκαλιάσουμε τις ΗΠΑ. Το σχέδιο Β είναι να αγκαλιάσουμε τις ΗΠΑ πιο σφιχτά, και ούτω καθεξής. Το σχέδιο Ζ, σε αυτό το σημείο, είναι η απόκτηση πυρηνικών όπλων».

Ο Νάγκι πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε σημαντική κίνηση στη συζήτηση για τα πυρηνικά θα αποκάλυπτε επίσης την ακραία έλλειψη στρατηγικών αναλυτών στην Ιαπωνία για το θέμα. Η μακροχρόνια εξάρτηση από τις ΗΠΑ έχει, στην πραγματικότητα, αφήσει μόνο μια μικρή δεξαμενή Ιαπώνων εμπειρογνωμόνων ικανών να καθοδηγήσουν την ιαπωνική πολιτική σχετικά με τη χρήση πυρηνικών όπλων.

Αυτό είναι κρίσιμο, δήλωσε ο Νάγκι, λόγω των σαφών διαφορών μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι ΗΠΑ έχουν οικοδομήσει τη στρατηγική της αποτροπής και του τρόπου με τον οποίο η Ιαπωνία θα πρέπει να διαμορφώσει τη δική της.

Η Ιαπωνία, σημείωσε, θα λάμβανε περίπου πέντε λεπτά προειδοποίησης σε περίπτωση επίθεσης από τη Βόρεια Κορέα ή την Κίνα, έναντι 30 λεπτών προειδοποίησης που θα είχαν οι ΗΠΑ σε περίπτωση επίθεσης.

Οι ΗΠΑ ως έθνος θα επιβίωναν από μια επίθεση σε μία ή δύο πόλεις- η Ιαπωνία θα καταστρεφόταν στην ουσία ως έθνος αν το Τόκιο και η Οσάκα εκμηδενίζονταν. Το ταμπού στην Ιαπωνία παραμένει ισχυρό όχι μόνο εξαιτίας όσων συνέβησαν στο παρελθόν, είπε, αλλά επειδή τα ζητήματα πυρηνικής στρατηγικής είναι διαφορετικής φύσης και θέτουν εξαιρετικά δύσκολα ερωτήματα για το έθνος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Διπλώματα ευρεσιτεχνίας: Ποιες εταιρείες υπέβαλαν τις περισσότερες αιτήσεις
Διεθνή |

Ποιες εταιρείες υπέβαλαν τις περισσότερες αιτήσεις για πατέντα ευρεσιτεχνίας - Πού πρωτοπορεί η Ελλάδα [έρευνα]

Στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, μία στις τέσσερις αιτήσεις περιλαμβάνει γυναίκα εφευρέτη, σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο